Παιδί προσφύγων από την Κερύνεια. Έζησε τα πρώτα απόνερα του ολέθρου, έμαθε στα λίγα, έφτιαξε τα πολλά. Εκπαιδευτικός, συγγραφέας, λειτουργός του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου της Κύπρου, διδάκτωρ της Φιλοσοφίας της Παιδείας, με πλούσιο ερευνητικό έργο σε θέματα εκπαίδευσης, παιδικότητας, γραμματισμών, λογοτεχνίας, τεχνολογίας.
Τα βιβλία της συχνά κινούνται με υψηλούς δείκτες φαντασίας πέριξ και στον πυρήνα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Τη μέρα που σπάσαμε τον κόσμο (2019), Στο σκοτάδι των σκοταδιών κι ακόμα παραπέρα (2022), Η απίστευτη αποκάλυψη του Σεμπάστιαν Μοντεφιόρε (2015), Η εξαφάνιση της Κ. Παπαδάκου και τι έγινε εκείνο το καλοκαίρι (2017), Ο Φοίβος και η φάλαινα (2021), Η Λένα και η μέλισσα (2022), Ο παππούς σούπερμαν και ένα κερασάκι (2018), είναι οι βασικότεροι τίτλοι της λογοτεχνικής της παρουσίας, για την οποία έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κύπρου (2005, 2010), με το Α΄ βραβείο του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου (2001, 2015), με αναγραφή στον τιμητικό κατάλογο της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (IBBY Honour List 2018), με τη Χρυσή Λίστα του ELNIPLEX (2018, 2019, 2020, 2022) και άλλες διακρίσεις.
Είναι η υποψήφια της Κύπρου για το διεθνές βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν για το 2024 (ήταν και το 2022). Φέτος, η ίδια μας έριξε στα βαθιά της δύσκολης θάλασσας της Κυπριακής τραγωδίας του 1974. Το μυθιστόρημά της Όταν μας άφησε η θάλασσα–Μια ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα από την Κύπρο του 1974, είναι μια συγκλονιστική ιστορία που ακροβατεί στην ποίηση, τη συντριβή και την τραγική πραγματικότητα. Και είναι η αφορμή για τη συνάντησή μας αυτή.
Σήμερα, 29 Οκτωβρίου, Ημέρα Αγνοουμένων της εισβολής στην Κύπρο, όπως ορίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου, καθώς αυτή η μέρα το 1974, ήταν η επομένη της ημέρας κατά την οποία αφέθηκαν ελεύθεροι και οι τελευταίοι αιχμάλωτοι από τον τουρκικό στρατό εισβολής…
#diavazoume /#diavazoume mazi την διακεκριμένη Κύπρια συγγραφέα Άννα Κουππάνου σε #Συνέντευξη στο #ELNIPLEX.
Άννα, μίλησέ μας για σένα. Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
Γεννήθηκα 5 χρόνια μετά την εισβολή από γονείς πρόσφυγες από την Κερύνεια. Πολύ εφευρετικούς. Που σύντομα έκτισαν ένα μικρό σπίτι πριν κτίσουν ένα μεγαλύτερο. Που με έμαθαν ότι τίποτε δεν μας λείπει. Πως όσα έχουμε είναι αρκετά και πως πάντα υπάρχει τρόπος. Τρόπος να επιβιώσεις, τρόπος να τα καταφέρεις και πως η ζωή δεν αποκτά νόημα από την πολυτέλεια, αλλά από τη δουλειά σου γύρω από τη λεπτομέρεια. “Άσε με να δω το στρίφωμα”, έλεγε ο παππούς ο ράφτης. “Δεν θα ξαναζήσω φτώχεια”, είχε αποφασίσει ο άλλος παππούς, που είχε πολεμήσει για την ελευθερία του κόσμου το ’40, κι έπειτα τα έχασε όλα.
Κι οι γιαγιάδες να λένε ότι δεν χάσαμε άνθρωπο. Τα χάσαμε όλα, μα όχι άνθρωπο, και αυτό ήταν αρκετό για να είμαστε ευτυχισμένοι. Και ήμασταν.
Πώς ήρθε στη γνώση σου αυτή η μάλλον άγνωστη ιστορία του 1974;
Αυτή η ιστορία με πλησίασε απρόσμενα. Είχα ζητήσει από μια ομάδα δημιουργικής γραφής που εμψύχωνα να μοιραστούμε ιστορίες που είναι παλιές, αλλά για κάποιο λόγο ακόμα πολύ ζωντανές, που πλανώνται γύρω μας και επηρεάζουν τη ζωή τη δική μας και της οικογένειάς μας, αλλά που διστάζουμε να πούμε.
Μια φίλη λοιπόν από αυτή την ομάδα, η Γιαννούλα Κυπρή, μοιράστηκε την ιστορία της θείας της που ήταν ασυνόδευτο παιδί του ’74.
Πόση έρευνα χρειάστηκε να κάνεις;
Έψαξα στον τύπο αρκετά, αλλά δεν εντόπισα μεγάλο όγκο πληροφοριών. Ιδιαίτερα με βοήθησε το βιβλίο της Νιόβης Κερκίδου «Ευχαριστώ…» Μαρτυρίες Παιδιών του ’74 και οι κουβέντες που είχα μαζί της, αλλά και με άλλα άτομα που έζησαν τα γεγονότα, όπως η Άννα Αθανασίου Σίσου, η θεία της Γιαννούλας, και ο Μιχάλης Μιχαήλ. Ιδιαίτερα η κουβέντα με την κυρία Άννα ήταν για μένα μια ξεχωριστή εμπειρία, κάθε λέξη και κάθε σιωπή είχε το δικό της νόημα. Καθώς μιλούσαμε η ιστορία κτιζόταν μέσα στο μυαλό μου και κάθε λεπτομέρεια γινόταν αφηγηματική αρχή. Έκατσα λοιπόν να γράψω και έγραφα χωρίς μεγάλες διακοπές, έτσι όπως κάνω όταν πραγματικά καταβυθίζομαι σε μια ιστορία, μέχρι που το βιβλίο ολοκληρώθηκε. Όταν τέλειωσε τη συγγραφή έστειλα το βιβλίο σε αυτά τα τρία άτομα, περιμένοντας τη δική τους ανατροφοδότηση για να προχωρήσω. Ήταν σημαντικό για μένα να πάρω το δικό τους οκ.
Είχες αποφύγει μέχρι τώρα να γράψεις για το συντριπτικό γεγονός της εισβολής. Γιατί;
Ίσως να περίμενα να αποκτήσω μία νέα προοπτική πάνω στο θέμα κι αυτή την προοπτική μού την έδωσε η γνώση των γεγονότων που περιγράφω στο βιβλίο. Οι εμπειρίες των ασυνόδευτων παιδιών του ’74 είναι κάτι που άρχισε να συζητιέται τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο. Μέχρι σχετικά πρόσφατα το μεγαλύτερο μέρος της κυπριακής κοινωνίας δεν γνώριζε για αυτό το σημαντικό γεγονός.
Κατά τα άλλα, πιστεύω ότι ίσως ένας από τους λόγους που γράφω συχνά φανταστική λογοτεχνία είναι η επίγνωση που είχα από παιδί του γεγονότος της εισβολής και των συνεπειών της, αλλά και της σιωπής που επικρατούσε γύρω από τα βιώματα των μεγάλων. Οι αφηγήσεις τους αφορούσαν κυρίως στη ζωή πριν από το ’74 και σταματούσαν απότομα. Ήταν κουβέντες με σκηνικά και πρωταγωνιστές που δεν θα γνώριζα ποτέ. Κι αυτό μου έδινε την εντύπωση ότι υπήρχε δίπλα από τον δικό μας κόσμο ένας άλλος κόσμος που οργανωνόταν παράλληλα και διαφορετικά. Αυτό, μαζί με τον φόβο που πλανιόταν ακόμα γύρω μας και από πάνω μας, για ένα πιθανόν νέο βίαιο γεγονός, ίσως να με έσπρωχνε από πάντα να φαντάζομαι δυνατότητες διαφυγής, να δημιουργώ ένα “άλλου” (εκεί όπου θα μπορούσα να ξεφύγω) και να αντιστέκομαι σε μια πραγματικότητα ή μια πιθανότητα που μπορεί, όπως λες κι εσύ, να σε συντρίψει.
Ξέρω ότι είναι μυθοπλασία με αρκετές αληθινές ιστορίες να αναμειγνύονται. Πώς αποφάσισες τον τρόπο της αφήγησής σου; Μια γραφή που όπως έγραψα «ακροβατεί κάπου μεταξύ ποίησης, συντριβής και ιστορικής καταγραφής, καθώς το προσωπικό τραύμα συναντά το συλλογικό»;
Από την πρώτη στιγμή που έμαθα για τα γεγονότα, αποφάσισα ότι μια τέτοια ιστορία έπρεπε να αποτυπωθεί λογοτεχνικά και ότι έπρεπε να ακουστεί από παιδικά χείλη και να ιδωθεί από τα μάτια ενός παιδιού, γιατί παιδιά έζησαν αυτά τα γεγονότα και αυτό το παιδικό βίωμα οφείλουμε να το σεβαστούμε.
Το συγγραφικό διακύβευμα λοιπόν ήταν να δημιουργήσω μια παιδική προοπτική σε αυτό το βιβλίο. Αυτός ήταν ο δικός μου φόρος τιμής προς τα παιδιά που ξεριζώθηκαν βίαια από τον τόπο τους κι έπειτα είχαν το θάρρος να κάνουν από μόνα τους μία καινούρια αρχή, μακριά από την οικογένειά τους, σε μια άλλη χώρα.
Ήθελα επίσης το παιδί που πρωταγωνιστούσε να είναι οπωσδήποτε κορίτσι, τιμώντας έτσι τον τρόπο που η ιστορία ήρθε κοντά μου, αλλά κι επειδή υπάρχει μεγάλη ανάγκη να αναδημιουργούμε φωνές που χάθηκαν από την επίσημη ιστορία, να σκιαγραφούμε τις προοπτικές των πιο ευάλωτων μελών ή ομάδων μιας κοινότητας, να λέμε τις ιστορίες τους τώρα, γιατί δεν ειπώθηκαν τότε ή δεν ειπώθηκαν ακόμα.
Πιστεύω, ότι αυτή η επιλογή αφήγησης μάλλον πέτυχε. Κι αυτό το λέω όχι μόνο για τις κριτικές που λαμβάνει το βιβλίο, αλλά και για τα δεκάδες μηνύματα που δέχομαι από αναγνώστες και αναγνώστριες, που δεν είναι παιδιά, αλλά ενήλικες. Ενήλικες που έζησαν τα γεγονότα της εισβολής ως παιδιά και ξαναβρίσκουν στο βιβλίο τον παιδικό τους εαυτό και έχουν την ευκαιρία να του μιλήσουν και να τον κοιτάξουν με κατανόηση – ως παιδί. Κάτι τέτοιο που μάλλον έκανα κι εγώ.
Πώς είναι η διαδικασία να γράφει κάποιος κάτι τόσο πραγματικό, που έχει επηρεάσει τις ζωές όλων των σύγχρονών του; Υπάρχει συγκίνηση; Εμποδίζουν τα προσωπικά συναισθήματα την πένα της συγγραφέα; Τι συνέβη με εσένα;
Είναι μεγάλο το αίσθημα ευθύνης. Είναι εκεί δίπλα σου και βαριανασαίνει. Δεν σε αφήνει να ξεχάσεις ότι ακριβώς γράφεις για κάτι που συνέβη. Προσωπικά έγραφα με ένα συνεχή λυγμό, ακριβώς γιατί πίστευα αυτά που έγραφα, γιατί αυτά που έγραφα είχαν συμβεί με κάποιο τρόπο και σε κάποιους ανθρώπους.
Αυτό που ίσως ξεχάσαμε στην Κύπρο είναι το γεγονός ότι τα παιδιά δεν υπήρξαν μόνο μάρτυρες των γεγονότων της εισβολής (πράγμα τραυματικό από μόνο του), αλλά ήταν και σε πολλές περιπτώσεις τα πρόσωπα που βίωσαν τα γεγονότα.
Γράφοντας το βιβλίο ένιωθα συμπόνια για αυτό το βίωμα, αλλά και για άλλα για τα οποία ακόμα δεν μιλούμε ανοιχτά. Και μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία, οφείλω να ομολογήσω, μπλέκονταν και οι δικές μου μνήμες και σκέψεις. Όλα αυτά τα συναισθήματα δεν εμπόδιζαν όμως. Σε αντίθεση, δημιουργούσαν το κανάλι για να κυλήσει το νερό της ιστορίας.
Θέλω να μου μιλήσεις για την επιλογή των Chapter Summaries τα οποία είχα πολύ καιρό να δω σε βιβλίο και λειτούργησαν σαν μικροί κρίκοι της μεγάλης αλυσίδας.
Αυτές οι μικρές περιλήψεις γράφτηκαν για να βοηθήσουν τον αναγνώστη και την αναγνώστρια να ακολουθήσουν τα ιστορικά γεγονότα και την πορεία του βιβλίου. Αυτό συμβαίνει περισσότερο στο πρώτο μέρος.
Στο δεύτερο μέρος τα κειμενάκια λειτουργούν πιο υπαινικτικά, δημιουργώντας έδαφος για σχηματισμό προσδοκιών και υποθέσεων σχετικά με την αφήγηση. Είναι με αυτό τον τρόπο ένα μικρό παιχνίδι μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστριας/αναγνώστη.
Πενήντα χρόνια μετά. Πιστεύεις ότι θα λυθεί ποτέ αυτό το ζήτημα που κατέληξε να γίνει συνώνυμο των ατελέσφορων συζητήσεων;
Είναι δύσκολο να απαντήσουμε με σιγουριά σε αυτό το ερώτημα, αφού η συσσωρευμένη εμπειρία του παρελθόντος μάς δείχνει ότι το μέλλον είναι απρόβλεπτο. Μπορούμε όμως να συζητήσουμε τις προϋποθέσεις για να έχουμε μια καλή λύση του ζητήματος.
Η πιο σημαντική είναι να αποφασίσουμε ότι θέλουμε να ζήσουμε όλες και όλοι μαζί σε αυτό το νησί ειρηνικά. Αφού το αποφασίσουμε αυτό, θα πρέπει στη συνέχεια να βρούμε τους τρόπους για να κατανοήσουμε τις προοπτικές των Άλλων (πολιτισμικών, εθνικών, ιδεολογικών) και με βάση αυτή την κατανόηση να σκεφτούμε τους τρόπους που μπορεί να πετύχουμε την ειρηνική συνύπαρξη.
Μια συνύπαρξη που δεν θα έχει να κάνει μόνο με την απουσία πολέμου αλλά και με τη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία όλα τα μέλη της έχουν το δικαίωμα και την ευκαιρία να ζήσουν ευτυχισμένα.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι που έρχεται στο μυαλό σου, που συνδέεται με αυτές τις ιστορίες που ανασαίνουν στο βιβλίο σου;
Η αλήθεια είναι ότι το τραγούδι που έρχεται στο μυαλό μου είναι Το πουκάμισο του θαλασσί, γιατί, από ό,τι μου έχουν πει οι γονείς μου, αυτό το τραγούδι ακουγόταν στο ραδιόφωνο του ΡΙΚ (και μάλιστα διακόπηκε απότομα), ενώ εξελισσόταν το πραξικόπημα. Εγώ αυτό το ήξερα από μικρή και όταν το τραγούδι έπαιζε στο ραδιόφωνο ένιωθα κάτι πολύ περίεργο, λες και ακούγαμε κάτι που δεν έπρεπε. Παιδί, καθώς ήμουν, αναλογιζόμουν τους στίχους “το πουκάμισο του θαλασσί/μια φορούσα εγώ και μια εσύ/ […]το πουκάμισο το θαλασσί/δεν το ξαναφόρεσες εσύ” και μπερδευόμουν. Αντί για τραγούδι χωρισμού το εξελάμβανα για τραγούδι αποχαιρετισμού, ίσως της θάλασσας, για τότε δηλαδή που μας άφησε η θάλασσα.
Άννα Κουππάνου
Όταν μας άφησε η θάλασσα
Εκδόσεις Πατάκη
—–
#diavazoume/#diavazoume_mazi