Ο θεός Ύπνος ήταν γιος της Νύχτας και του Ερέβους, ο άλλος γιος των οποίων ήταν…ο Θάνατος, δίδυμος του Ύπνου. Αυτή και μόνο η συγγένεια του Ύπνου δείχνει την παντοδυναμία του, δύναμη τόση και τέτοια σαν του Θανάτου την ανίκητη τάξη και βουλή. Κι αυτή υπάρχει εκτός από τον Θάνατο μόνον στον Ύπνο.
Καθόλου δεν πρέπει να ξαφνιάζει κανέναν λοιπόν που ο θεός Ύπνος κοίμισε ως και τον αρχηγό τον θεών, Δία, για να επηρεάσει η Ήρα το αποτέλεσμα του Τρωικού Πολέμου.
Ο άγιος παππούς των Ελλήνων Όμηρος τον τοποθετεί στη Λήμνο. Εκεί κατοικεί. Από εκεί διατάζει θεούς και θνητούς να υπακούσουν στην πανίσχυρη βουλή του. Εκεί τον επισκέπτεται η Ήρα και τον προσφωνεί:
«Ύπνε ἄναξ πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων» (Ξ 233, Ιλιάδα)
δηλαδή βασιλιά θεών και ανθρώπων και τον πείθει (τελικά) μόνο όταν του υπόσχεται στο ιερό νερό της Στύγας να τον παντρέψει με μία από τις νεότερες Χάρες (Χάριτες), την όμορφη Πασιθέη, θεά της χαλάρωσης και της ξεκούρασης που ο Ύπνος ποθούσε σφόδρα (Πασιθέην, ἧς τ᾽ αὐτὸς ἐέλδομαι ἤματα πάντα, μτφρ. «την Πασιθέα, που τόσο ρέγομαι μέρα και νύχτα πάντα»)
Τέσσερα τα παιδιά που ήρθαν από αυτήν την ένωση Ύπνου και Πασιθέης:
-ο Μορφεύς: ο Μορφέας, ο πιο δυνατός των τεσσάρων αδερφών, παίρνει ο ίδιος κάθε ανθρώπινη μορφή και εμφανίζεται στα όνειρα ανθρώπων μα και θεών στέλνοντας εικόνες στα όνειρα των ανθρώπων και ουσιαστικά καθορίζοντάς τα.
-ο Ίκελος: είναι ο ρεαλιστής αδερφός. Προσαρμόζει τις πτυχές των ονείρων στην πραγματικότητα, κάνοντας τα να δείχνουν πιο ρεαλιστικά.
-ο Φοβήτωρ (ο φόβος): παίρνει τη μορφή τεράτων και τρομακτικών μορφών κι αποτελεί την προσωποποίηση του εφιάλτη. Είναι ο Φοβήτωρ που κάνει τα όνειρα τρομακτικά, είναι αυτός που καταργεί το όνειρο και το κάνει εφιάλτη.
-ο Φάντασος (η φαντασία): είναι αυτός που σκηνοθετεί εκείνα τα ακαταλαβίστικα όνειρα που όλοι οι θνητοί βλέπουν κι όταν ξυπνούν σκέφτονται «τι ήταν τώρα αυτό που είδα». Ο Φάντασος δεν είναι μορφή αλλά ουσιαστικά ο Όνειρος που δημιουργεί τις παράδοξες κι ανεξήγητες εικόνες τους.
Όλοι τους είναι «Όνειροι» όπως ονομάζονται, θεοί των ονείρων και οι ίδιοι. Η κατοικία τους ήταν σε ένα σπήλαιο κοντά στα σύνορα του κόσμου του Άδη. Αυτοί έστελναν τα όνειρα στους ανθρώπους μέσα από τις δύο πύλες που υπήρχαν εκεί: τα αληθινά όνειρα από την πρώτη πύλη, φτιαγμένη από κέρατο, και τα ψεύτικα όνειρα από τη δεύτερη πύλη με το ελεφαντόδοντο.
Γι’ αυτά τα αληθινά και τα ψεύτικα όνειρα των Όνειρων, η Πηνελόπη λέει: (τ 559-566, Οδύσσεια, μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη):
«Έχουμε, ω ξένε, ονείρατα ζαβά, με κούφια λόγια,
κι απ΄ όσα ονειρευόμαστε, σωστά δε βγαίνουν όλα.
Δυο θύρες τ΄ άλαφροΐσκιωτα τα όνειρα έχουν πάντα·
με κέρατο φτιαστή τη μια, με φιλντισί την άλλη·
Όσα όνειρ΄ από το φιλντισί το πριονιστό διαβαίνουν,
χαμένα είναι κι ανώφελα, και τους θνητούς γελάνε·
πάλε όσα απ΄ τα καλόξεστα τα κέρατα περάσουν,
αληθινά του βγαίνουνε του ανθρώπου που τα βλέπει»
Οι αρχαίοι Έλληνες τον είχαν στο λογισμό τους νέο κι ωραίο, με ώμους φτερωτούς που τα κουνούσε αποκοιμίζοντας θεούς κι ανθρώπους ή στάζοντας από ένα κλαδί της δροσιά της λήθης.