Ο μικρός ιππότης ζούσε στο τεράστιο κάστρο με τους τρεις τεράστιους πύργους, τους διακόσιους τριάντα οχτώ πυργίσκους και τα επτά φαντάσματα με τα οποία έπαιζε κρυφτό τα βράδια που δεν τον έπαιρνε ο ύπνος.
Σ ένα τέτοιο κάστρο και με μια οικογένεια που ίππευαν όλοι, ο μικρός ιππότης έπρεπε απαραιτήτως να μάθει ιππασία. Έλα όμως που δεν του άρεσε καθόλου. Ο πατέρας του, ο ιππότης, η μητέρα του, η ιπποσύνη και ο προ-προ-προ-πάππους του, το φάντασμα, όλοι ίππευαν από ένα άλογο. Παρόλα αυτά, ο μικρός ιππότης προτιμούσε το περπάτημα. “Οι ιππότες δεν περπατάνε. Οι ιππότες ιππέουν, αλλιώς δε θα τους λέγανε και ιππότες”, του είπε αυστηρά ο πατέρας του.
Ο μικρός ιππότης, προβληματισμένος, σκέφτηκε ποιο άλλο ζώο θα μπορούσε να ιππεύσει. Η γάτα μικρή, η αγελάδα μεγάλη, χμ… η κατσίκα ήταν ο,τι έπρεπε, ειδικά από τη στιγμή που δέχθηκε κιόλας.
Αχώριστοι έγιναν οι δυο τους και άρχισαν τις βόλτες. Ένας ιππότης με κατσίκα! Μια κατσίκα όμως που κάποτε πήγε να βοσκήσει πλάι στα άλογα. Και τότε, ο μικρός ιππότης αναγκάστηκε να δει με άλλο μάτι τα άλογα. Γιατί η κατσίκα αποδείχθηκε εξαιρετική δασκάλα.
Η Ντανιέλα Ρέμερ γράφει μια υπέροχη ιστορία για το φόβο και τους τρόπους αντιμετώπισής τους. Με άφθονο χιούμορ, με ιππότη να τρέμει κυριολεκτικά τα άλογα αλλά να ιππεύει μια κατσίκα που τελικά αποδεικνύεται δούρειος ίππος, καθώς αυτή έχει και τον τρόπο και τη θέληση να κλονίσει την άρνηση του μικρού ιππότη για τα άλογα.
Το ανατρεπτικό χιούμορ της ιστορίας είναι, θαρρώ, μια από τις δύο μεγάλες της αρετές. Οι εικόνες όπου το απρόσμενα αστείο είναι παρόν, διαδέχονται η μία την άλλη. Από τον ιππότη που κουβαλά την τραυματισμένη κατσίκα, από την κατσίκα που κρέμεται από το άλογο κινδυνεύοντας να πέσει, από τον ιππότη που χλιμιντρίζει. Εξαιρετικός τρόπος το χιούμορ για να απομυθοποιήσει μια κατάσταση. Όχι πανάκεια, αλλά ένα πραγματικά σπουδαίο όχημα για να συντρίψεις σιγά σιγά, ισως και ανεπαίσθητα κάποιες φορές, τα συστατικά του φόβου.
Όμως, το σημαντικότερο “έμμεσο” μήνυμα που μπορείς να τραβήξεις από την ιστορία (η οποία ιστορία δε σου ρίχνει αυτό το μήνυμα έτοιμο να ‘χεις να το σκέφτεσαι-κι αυτό είναι τέχνη) είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι φόβοι. Ο ορθός κοφτός τρόπος του πατέρα “οι ιππότες δεν περπατάνε, ιππεύουν…”, η ανυπομονησία της μάνας “μπορείς να φοβάσαι τους δράκους ή τα φαντάσματα, τους λύκους ή τα ποντίκια, αλλά όχι τα άλογα…” βρίσκουν την απάντησή τους στην υπομονή, την επιμονή της πολυμήχανης κατσίκας. Η λογική “να, δες, δεν δαγκώνει”, η βίαιη προώθηση του φοβούμενου προς το αντικείμενο/υποκείμενο του φόβου του, μειώνοντας την απόσταση μαζί του, μόνο δυσάρεστα αποτελέσματα, συνοδευόμενα μάλιστα από υστερικούς αλαλαγμούς, μπορεί να έχει.
Όλα έχουν να κάνουν με την ηρεμία και την υπομονή που θα εκπέμψει ο “εκπαιδευτής”. Και η κατσίκα αποδεικνύεται μέγιστος. Και η Ντανιέλα Ρέμερ το στήνει εξαιρετικά το θέμα αυτό. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, ο φόβος του μικρού ιππότη για τα άλογα μάλλον είναι πρόβλημα των γονιών του και όχι δικό του. Από τη στιγμή που εκείνοι θέλουν τόσο πολύ από το γιο τους να κατακτήσει αυτήν την δεξιότητα. Αν κάνεις την αναγωγή όμως, είναι πολλές οι δεξιότητες που τα παιδιά για κάποιο λόγο αρνούνται/φοβούνται/δε θέλουν, ενώ οι γονείς πιστεύουν (όχι πάντα αδικαιολόγητα) οτι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης: το παιδί να κάνει ποδήλατο χωρίς βοηθητικές, να μάθει να κολυμπάει, να διαβάσει κτλ. Και πολλές από τις δεξιότητες αυτές δεν αποτελούν ευσεβείς πόθους καταπιεστικών γονέων αλλά μια πραγματικότητα που οφείλεις να κατακτήσεις.
Οι εικόνες της Σουζάν Βέχντορν με μολύβι και έμφαση στις εκφράσεις των προσώπων και τις κινήσεις των σωμάτων, κρατούν και αναδεικνύουν το χιούμορ του κειμένου. Το πανταχού παρόν κάστρο με το μυστηριώδες επτά (τόσα είναι τα φαντάσματα που ζουν στο κάστρο) γίνεται συνοδοιπόρος της ιστορίας ενώ ένα προσεκτικό βλέμμα θα παρατηρήσει μια αντιστροφή φόβων που φωτίζονται παράλληλα με την κεντρική ιστορία: η γάτα φοβάται το ποντίκι αλλά στο τέλος της ιστορίας θα το δείτε να ιππεύει τη γάτα. Γιατί όσα φοβόμαστε, πρέπει να τα ιππεύσουμε, να ανέβουμε πάνω τους, να ταξιδέψουμε/περπατήσουμε/σεργιανίσουμε μαζί τους, να έρθουμε σε επαφή μαζί τους. Και τότε θα δούμε ότι ο μικρός ιππότης δε φοβάται τα άλογα και η παράξενη αυτή μαύρη γάτα των εικόνων της Βέντχορν δε φοβάται τα ποντίκια που την τρομάζουν αλλά κυρίως… τα ποντίκια δε φοβούνται τη γάτα γιατί την έχουν ιππεύσει ήδη.
Νομίζω ότι είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν για το φόβο. Γιατί εκτός από απολαυστική ανάγνωση, σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις πάμπολλα πράγματα. Από δραματοποίηση, κατασκευές (άλογο, γάτα, ποντικός, ιππότες, κάστρο, φαντάσματα, δράκος, αγελάδα, κατσίκα) μέχρι δεκάδες παιχνίδια (θεατρικό παιχνίδι, μαθηματικά, γλώσσα).
Φύλλα εργασίας και φαντασίας
Σχεδιάστε τα δικά σας φύλλα εργασίας βασισμένα στο παραμύθι. Παραδείγματα:
α) Ζωγράφισε τα φαντάσματα του κάστρου. Τα οποία ως γνωστόν ήταν επτά. Παρόλα αυτά αν εσύ έχεις διαφορετική άποψη, αν κανένα την κοπάνησε ή αν κάποιο είχε και κάποιο νεογέννητο, είσαι ελεύθερος-η να το ζωγραφίσεις.
β) Ο μικρός ιππότης φοβόταν τα άλογα. Ο πατέρας του ίππευε ένα άσπρο άτι, η μητέρα του ένα μαύρο άτι και ο παππούς του ένα άλογο φάντασμα. Εσύ μπορείς να ζωγραφίσεις το άλογο των ονείρων σου; Εκτός αν φοβάσαι, οπότε ζωγράφισε μια κατσίκα ή ένα άλλο ζώο που θα σου άρεσε να ιππεύσεις.
γ) Οι φολίδες του δράκου χάθηκαν πίσω από τους καπνούς. Μήπως μπορείς να σχεδιάσεις όσες πιστεύεις ότι του ταιριάζουν;
Θεατρικό παιχνίδι
Οι ρόλοι είναι πολλοί (ιππότες, κατσίκα, γάτα, αγελάδα, ποντικός, δράκος, άλογα πολλά, λύκος, φαντάσματα). Εκτός από την προφανή δραματοποίηση της ιστορίας, εκείνα που μπορούν να προηγηθούν είναι δεκάδες διασκεδαστικά παιχνίδια. Περπατήματα, διαλογικά μέρη σε συναντήσεις, αντιδράσεις στο φόβο, ιππεύοντας το παράξενό μας ζώο, βόσκουμε στο λιβάδι με τα άλογα, μια γάτα φοβάται έναν ποντικό, επιβραβεύοντας τη δασκάλα κατσίκα κ.α.)
Το προτείνω δίχως καμία επιφύλαξη. Πλήθος ενασχόλησης.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Ο μικρός ιππότης |
Συγγραφέας: | Ντανιέλα Ρέμερ |
Εικονογράφηση: | Σουζάν Βέχντορν |
Εκδόσεις: | Μάρτιος 2016 |
Σελίδες: | 32 |
Μέγεθος: | 22 Χ 28 ISBN: |
ISBN: | 978-618-03-0412-1 |