Μια λεύκα αφηγείται την ιστορία της. Ζει σε μια ήσυχη πεδιάδα. Μαζί με άλλες λεύκες δημιουργούν μια αλέα που οδηγεί στο σπίτι του κυρ Σταύρου, του “μπαμπά” τους. Άνθρωπος αυτός, λεύκες αυτές. Την ίδια μέρα τις φύτεψε εκεί, στις άκριες του δρόμου. Δεν ήταν όμως ίδιες όλες. Εκείνη η λεύκα διέφερε αισθητά. Οι άλλες ψηλές, ευθυτενείς, σαν πράσινοι ορθοστάτες. Εκείνη κοντή, με τα κλαριά της σε κυκλική διάταξη, σαν αγκαλιά. “Τι λάθος έκανα με σένα;” αναρωτήθηκε ο μπαμπάς.
Και πάνω σ’ αυτό το λάθος που όλοι κορόιδευαν και κουτσομπόλευαν έρχονταν κάθε μέρα πεταλούδες γεμάτες χρώμα και ομορφιά, την ώρα που στα κλαριά των άλλων δέντρων στρογγυλοκάθονταν πουλιά, αετοί και γεράκια, πολυλογάδες, που λέγανε τις ιστορίες τους, που άφηναν και τις διόλου συμπαθητικές κουτσουλιές τους. Ζήλεψαν τη χαμηλή, διαφορετική λεύκα, τη σαμποτάρισαν κι ο μπαμπάς θύμωσε. Πήρε κι έδωσε στα κλαδιά της ο μπαμπάς κάνοντάς την σαν τις άλλες λεύκες, λιγνή και ευθυτενή (ψηλή δεν ήταν και πάλι).
Μια αφιλόξενη γειτονιά, ένας μπαμπάς που δεν την αγαπά και προσπαθεί να την κάνει όμοια με τις άλλες, μια οικογένεια δίχως κατανόηση, ένας κόσμος πνιγηρός. Κι όταν έφτασε εκείνη η φοβερή νύχτα, η κοντή λεύκα θα λάβει μια δικαίωση που μόνο η ίδια η ζωή μπορεί να δώσει…
Μια μορφή ζωής χάνει τους στερεοτυπικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η διαφορά είναι εμφανής. Και οδηγεί αρχικά στον περίγελο των αδερφών και ακολούθως στο θυμό του πατέρα. Η τάξη κι η ομοιομορφία χάλασαν. Πρέπει να επανέλθουν, έστω “με τσεκούρι και σπαθί”.
Όμως, αυτή η διαφορετικότητα είναι που οδηγεί τη ζωή σε λύσεις όταν τις στερείται, σε διεξόδους όταν όλα είναι εγκλωβισμένα στο μονότονο, το ευθύγραμμο, το ίδιων δυνατοτήτων.
Ο Βασίλης Κουτσιαρής χτίζει μαεστρικά ένα πολυεπίπεδο, πολυσήμαντο βιβλίο που θα διαβαστεί από παιδιά και μεγαλύτερους, Ο συγγραφέας, ρεαλιστικά και μαγικά την ίδια στιγμή, δημιουργεί τέτοιους συμβολισμούς που οδηγούν σε εξαίρετες νοηματικές αποσυναρμολογήσεις, αλληγορίες που οδηγούν τη σκέψη μακριά.
Εύρυθμα, ατμοσφαιρικά, υποβλητικά, με μια αίσθηση υπόγειας διάθεσης και χρωμάτων σαν από το The road του Τζον Χίλκοουτ, με λόγο ποιητικό, γνήσια λογοτεχνικό, ο Κουτσιαρής, συνεπικουρούμενος από την αριστουργηματική εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου, τεχνουργεί μαζί της ένα από τα αρτιότερα βιβλία της χρονιάς. Σε αισθητική, περιεχόμενο, βάθος, ορίζοντες, νοητικές και εικαστικές επεκτάσεις.
Η Βερούτσου άλλοτε αφυπνίζει και εξεγείρει, άλλοτε γειώνει και καταλαγιάζει, παίζοντας με το ποτάμι, ο αχός του οποίου ακούγεται και τη φοβερή μέρα ορμά. Γιατί μόνο στις καταστροφές βλέπεις το πραγματικό ανάστημα των ζώντων. Στο πανηγύρι μην τους προσδοκάς. Όλοι γελούν.
Υστερόγραφο: Έχοντας ήδη περάσει πλάι σε παιδιά ελληνικών οικογενειών πάνω από 15 χρόνια και έχοντάς τους διαβάσει πάνω από χίλια διαφορετικά βιβλία, μπορώ να διαβεβαιώσω ότι το βιβλίο είναι απολύτως συμβατό, νοηματικά, για παιδιά από 5 ετών και άνω.
Το καλύτερο βιβλίο του Κουτσιαρή, ξεπερνώντας κι εκείνο το “Είναι κάτι που μένει”. Θα πάει σφαίρα.
Γεννηθήκαμε σε έναν πανέμορφο δρόμο.
Σε μια πεδιάδα μακριά από σπίτια και φασαρία.
Μόνο ο ήχος από το ποτάμι ερχόταν πού και πού.
Στο τέρμα αυτού του δρόμου βρισκόταν
το σπίτι του κυρ Σταύρου, του «μπαμπά» μας.
Ζούσε μόνος από τότε που παντρεύτηκαν τα παιδιά του και έφυγαν μακριά.
Άλλοτε τον φωνάζαμε “πατέρα” άλλοτε “κυρ Σταύρο”.
Ανάλογα με τα κέφια.
Όχι πως μας άκουγε δηλαδή.
Άνθρωπος αυτός, δέντρα εμείς.
Από την Ελληνοεκδοτική.
Διακρίσεις
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Μ’ αγαπάς, μπαμπά; |
Συγγραφέας: | Βασίλης Κουτσιαρής |
Εικονογράφηση: | Κατερίνα Βερούτσου |
Εκδόσεις: | Ελληνοεκδοτική, Απρίλιος 2017 |
Σειρά: | Εικονογραφημένες ιστορίες για μικρούς και μεγάλους |
Επιμέλεια κειμένου: | Γιώτα Γκότση |
Γραφιστική επιμέλεια: | Dtp Ελληνοεκδοτικής, Λαέρτης Βίλα |
Σελίδες: | 48 |
Μέγεθος: | 23 Χ 31 |
ISBN: | 978-960-563-149-9 |