More
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_dora_1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_dora_1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_dora_1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_405x150
    patakis_dora_405x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    ΑρχικήΣυνεντεύξειςΣυγγραφείςΛίλη Λαμπρέλλη: "Ν’ αναζητάς, να ξεπερνάς τον εαυτό σου, ν’ αγαπάς, και...

    Λίλη Λαμπρέλλη: “Ν’ αναζητάς, να ξεπερνάς τον εαυτό σου, ν’ αγαπάς, και τελικά, να μπορείς να ονειρεύεσαι”

    Γεννήθηκε στον Πειραιά και έζησε αρκετά στις γειτονιές του. Έχει ρίζες από το Αϊβαλί και την Μυτιλήνη. Θάλασσα παντού γύρω της και αργότερα και μέσα της, πατρίδα της αυτή του Αιγαίου. Σπούδασε νομικά και κάμποση μουσική. Για να υπερασπίζεται την αλήθεια των λέξεων και τη μουσική τους έκταση. Άσκησε για λίγο την δικηγορία, δούλεψε για αρκετά χρόνια ως μεταφράστρια στο Λουξεμβούργο και τις Βρυξέλλες. Το 1998 συνάντησε τον παραμυθά Ανρί Γκουγκώ και καταδύθηκε στα βαθιά των παραμυθιών. Έκτοτε αναδύεται μόνο για να μας αφηγηθεί με τον μοναδικό της τρόπο κι ύστερα χάνεται ξανά στον κόσμο που αγαπά, που την παρηγορεί, που την αναγεννά. Έχει εκδώσει είκοσι βιβλία. Το 2011 με Το Κρυμμένο Νερό και μόλις πριν λίγες εβδομάδες (ΑΠΡ 2020) με το Εσύ τι λες πολύτιμο πως είναι; τιμήθηκε με το βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου-GreekIbby.

    Είπα πολλά, πρέπει να το μαζέψω“, μου είπε πριν οριστικοποιήσει τις απαντήσεις της. Η έγνοια της για τη ροή του λόγου είναι αδιάκοπη και ειλικρινής. Είναι και η ίδια έτσι. Ένα συνεχές ταξίδι ανάμεσα σε λέξεις-στεριές και θάλασσες-παραμύθια, ένα “νοιάζομαι” για κάθετί που βρίσκεται απέναντί μου. Με λέξεις, σκέψεις, ιδέες, άλλοτε να ίπτανται και άλλοτε να καταδύονται κάθε φορά που γράφει ή αφηγείται ένα παραμύθι. Και τελικά, σε κάθε της στιγμή.

    Η Λίλη Λαμπρέλλη είναι στο #ELNIPLEX σε μια #συνέντευξη γεμάτη εικόνες, μνήμες και παραμύθια.

    Μυτιλήνη, Πειραιάς, χίλια μύρια κύματα μακριά από τ’ Αϊβαλί. Μια θάλασσα πάντα σε τριγύριζε. Πόσο καθοριστική ήταν στον ψυχισμό σου;

    Με καταγωγή από τη Μυτιλήνη και το Αϊβαλί, γεννήθηκα στον Πειραιά – θάλασσα παντού. Οικογένεια ναυτικών. Βόλτες ατέλειωτες δίπλα στο νερό, από τη Φρεαττύδα ως τη Σχολή Δοκίμων, ακολουθώντας τα μακρά τείχη του Θεμιστοκλή. Από τα δώδεκα και μετά, φανατική ιστιοπλοϊα στον τότε Βασιλικό Ναυτικό Όμιλο Ελλάδας, στην Καστέλλα. Το πατρικό μας σπίτι διώροφο, όπως τα πιο πολλά σπίτια της Καλλίπολης, αλλά έβλεπες θάλασσα από όλα τα παράθυρα. Όταν φυσούσε, βρίσκαμε στα τζάμια πάχνη από αλάτι. Εδώ και χρόνια έχει γίνει πολυκατοικία κι από τον έκτο όροφο βλέπεις μονάχα κάποια γαλάζια χνάρια του νερού ανάμεσα στις κεραίες. Όμως ο αλμυρός αέρας είναι πάντα εκεί.

    Η Μυτιλήνη, για μένα, μύριζε θάλασσα καλοκαιριού – ποτέ δεν έτυχε να πάω καταχείμωνο. Τις νύχτες, η αλμύρα μύριζε γιασεμί που ξεπηδούσε απ’ όλες τις αυλές, στο Κιόσκι, τη γειτονιά του πατρικού της μάνας μου. Άνθρωποι με μεράκια οι Μυτιληνιοί – τόσοι και τόσοι οι ποιητές. Ποίηση και ελιές δίπλα στη θάλασσα, η Λέσβος. Κι εκείνο το φως, αλλιώτικο, με μια καθαρότητα που δεν τη βρίσκεις πουθενά.

    Βρέθηκες ποτέ στην απέναντι μεριά του Αιγαίου;

    Η μοναδική φορά που πήγα στο Αϊβαλί ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 80, με καραβάκι από τη Μυτιλήνη. Όσο πλησιάζαμε στην ασιατική ακτή, τόσο ένιωθα να με τραβάει σαν μαγνήτης αυτή η γη που είχε χωνέψει κόκαλα πολλών προγόνων. Όταν τριγυρίζαμε στις γειτονιές κατάλαβα γιατί το κεραμιδί και η ώχρα με ακολουθούσαν εμμονικά στα σπίτια της ζωής μου, γιατί τα έβλεπα με τα μάτια μου στα ξέφτια από τα παλιά σπίτια των Ελλήνων του Αϊβαλιού. Tο χρώμα του παλιού κεραμιδιού που βρίσκουμε σε αρχαίες τοιχογραφίες, το χρώμα της ξεθωριασμένης ώχρας σε φωτογραφίες ανασκαφών προϊστορικών νεκροταφείων, μνήμη παμπάλαιων ταφικών τελετών. Δεν θέλησα να ξαναπάω για να κρατήσω ανέπαφα μέσα μου αυτά τα χρώματα κι αυτή την παράξενη έλξη της παλιάς πατρίδας.

    Γεννήθηκα κι εγώ κι έζησα πάντα κοντά στη θάλασσα…

    Έχω την ονειρική αίσθηση πως όσοι γεννιούνται κοντά στη θάλασσα έχουν μέσα τους θαλασσινό νερό, δηλαδή με κάποιον τρόπο η θάλασσα υπάρχει στο γενετικό τους υλικό – ή τουλάχιστον στο δικό μου. Όμως πιστεύω βαθιά πως όλοι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι από ιστορίες. Πώς να μην είναι η θάλασσα κομμάτι της ψυχής μου;

    Όταν πήγες στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο σου έλειψε αυτή ή κάτι άλλο;

    Πόσο εύστοχη κι αυτή η ερώτηση! Από την πρώτη στιγμή που πήγα στο Λουξεμβούργο, έλεγα πως μου έλειπε «το στοιχείο του νερού». Μα δίπλα είναι ο Μοζέλας, μου έλεγαν. Ναι, δίπλα είναι το ποτάμι που το ζώνουν αμπελώνες, πανέμορφο, όμως μυρίζει νερό ποταμίσιο, όχι θαλασσινό, επέμενα. Όταν πέρασε λίγος καιρός, κατάλαβα ότι, πέρα από τη θάλασσα, μου έλειπαν οι «παλιοί» φίλοι. Πατρίδα είναι πρώτα οι άνθρωποι κι ύστερα τα τοπία κι οι μυρωδιές. Δέκα χρόνια στο Λουξεμβούργο, πάνω από είκοσι στις Βρυξέλλες. Μια ολόκληρη ζωή στη μετάφραση, γνωριμίες πολλές με καινούριες γλώσσες κι ανθρώπους – κάποιες περαστικές, κάποιες που πάλιωσαν όμορφα σαν το καλό κρασί. Καλλιέργησα το νόστο σαν πολύτιμο φυτό σε γλάστρα.

    Νοιαζόμουν το χώμα, τη δίψα του, το φως που είχε ανάγκη. Τα τελευταία δέκα χρόνια εκτός Ελλάδας είχα πέσει με τα μούτρα στην Οδύσσεια του Ομήρου, κάνοντας αφηγήσεις και σεμινάρια στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Προετοιμαζόμουν για το «νόστιμον ήμαρ». Επέστρεψα, όμως η λαχτάρα του νόστου με ακολουθεί, διψασμένη ακόμα.

    Η συγγραφική σου πορεία αποτελείται, θα έλεγα, από δύο περιόδους, μία «παλιά» στην Σύγχρονη Εποχή και μία «νέα» στις εκδόσεις Πατάκη. Τι ενώνει αυτές τις δύο περιόδους;

    Η περιπέτεια της γραφής ξεκίνησε λίγα χρόνια πριν από τη «Σύγχρονη Εποχή», γύρω στο 85 που έγραψα ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Ήταν μια φορά ένα πυρηνικό εργοστάσιο», με αφορμή ένα μεταπτυχιακό στο «Δίκαιο πυρηνικής ενέργειας» που έτυχε να κάνω εκείνη την εποχή στις Βρυξέλλες, στο « Université Libre de Bruxelles », ενώ ζούσα στο Λουξεμβούργο. Το κείμενο ήταν πρωτόλειο και όταν το είδα τυπωμένο σε πρόχειρη έκδοση, κατάλαβα ότι δεν άξιζε και προσπάθησα να ξεχάσω την ύπαρξή του. Η αλήθεια είναι ότι το θυμήθηκα την επόμενη χρονιά, το 1986, που λόγω Τσέρνομπιλ έκανε ανατύπωση, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν θα έπρεπε να είχαν κοπεί δεντράκια για να τυπωθεί σε χαρτί.

    Στη «Σύγχρονη Εποχή» με συμβούλεψε να στείλω ένα δικό μου παραμύθι, νομίζω ήταν το «Μαποιοπαπί» (ή μήπως η «Ερωτική ιστορία;»); ο πολυπράγμων συνάδελφος στη μεταφραστική υπηρεσία της Επιτροπής (στα τέλη της δεκαετίας του 80), συγγραφέας και μπλόγκερ, Νίκος Σαραντάκος. Το έστειλα με το ταχυδρομείο και προς μεγάλη μου έκπληξη όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά μου ζήτησαν να γράψω άλλες πέντε, αντίστοιχου μεγέθους, ιστορίες για να γίνει μια σειρά από έξι μικρού σχήματος εικονογραφημένα βιβλία. Εκδόθηκαν το 90 και 91 και  έχουν την τύχη να κυκλοφορούν ακόμα.

    Επειδή το 90 μετατέθηκα στις Βρυξέλλες, χρειάστηκε ένα διάστημα προσαρμογής που όταν ολοκληρώθηκε, πέρα από το μεγάλο ωράριο της δουλειάς, βρέθηκα να ασχολούμαι πιο συστηματικά από ό,τι στο Λουξεμβούργο με το ερασιτεχνικό θέατρο κι αυτό κράτησε ως το 1998 που είχα την απρόσμενη τύχη να πέσω πάνω στην «προφορική» λογοτεχνία και την τέχνη της αφήγησης. Αυτή η συνάντηση – εμπειρία ζωής με έσπρωξε να γράψω το «Κβάζαρ ή εκεί που βρίσκονται τα χαμένα», που κυκλοφόρησε το 2003 από τις Εκδόσεις Λιβάνη. Και σ’ αυτή την περίπτωση, έστειλα το κείμενο στον εκδότη με το ταχυδρομείο. Στην ουσία είναι μια ιστορία  εμπνευσμένη από την προφορική παράδοση – ένα αρκετά εκτεταμένο «λογοτεχνικό» παραμύθι που ο ήρωάς του βγήκε από ένα σέρβικο λαϊκό παραμύθι.

    Τελευταίος σταθμός πριν την περίοδο Πατάκη…

    Πράγματι. Αυτός ήταν ο τελευταίος μου σταθμός ώσπου να προσγειωθώ (ή μήπως να απογειωθώ;) στις Εκδόσεις Πατάκη. Η συνεργασία μου μαζί τους ξεκίνησε το 2009 με ένα σιντί με παραμύθια («Θα πούμε ψέματα, θα πούμε την αλήθεια»), με μουσική και φωνητικά της κόρης μου, Μυρτώς Μποκολίνη που είχε ήδη ξεκινήσει καριέρα στο λυρικό τραγούδι. Αμέσως μετά, τον Ιανουάριο του 2010, κυκλοφόρησε το «Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος» και την ίδια χρονιά «Το κρυμμένο νερό», με τη θαυμαστή εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη.

    Στην ουσία, από τον πολύ ξεχωριστό θεατρικό συγγραφέα Θεόφιλο Βερύκιο, τότε υπεύθυνο για την παιδική λογοτεχνία στη Σύγχρονη Εποχή ως τη χαρισματική Έλενα Πατάκη, μεσολάβησε η μεγαλύτερη ανατροπή στη ζωή μου, εκτός από τη γέννηση της κόρης μου: η γνωριμία μου με τα λαϊκά παραμύθια.

    Ποια είναι λοιπόν εκείνη η συγκυρία η οποία μια γυναίκα με νομικές και μουσικές σπουδές την πηγαίνει στην προφορική αφήγηση;

    Δεν έχω κάνει πολύ ξεχωριστές σπουδές. Σήμερα ζούμε σε μια εποχή εγγραμματοσύνης και πολλών ενδιαφερόντων. Όλοι φορτωνόμαστε γνώσεις και πτυχία γι’ αυτό και όλοι οι παραμυθάδες που ξέρω είναι εγγράμματοι με πολλές δεξιότητες και προσόντα, πράγμα που έτσι κι αλλιώς δεν έχει καμιά σημασία για την αφήγηση παραμυθιών. Κατά μείζονα λόγο, δεν έχει καμιά σημασία αν έχουμε κάνει σεμινάρια για την αφήγηση ή οποιαδήποτε θεωρητική προσέγγιση των λαϊκών παραμυθιών, με πιστοποίηση ή χωρίς.

    Αυτό είναι προσωπική ανάγκη του καθενός αλλά δεν αποδεικνύει ότι όποιος «μαθήτευσε» στην αφήγηση είναι αξιότερος από κάποιον που είναι αυτοδίδακτος – ιδίως αν η «εκπαίδευση» έχει να κάνει με τεχνικές που στοχεύουν να αποφευχθούν οι μουτζούρες της αφήγησης, ενώ «η αφήγηση είναι πλασμένη από ατέλειες», όπως προτρέπουν οι δικοί μου δάσκαλοι.

    Η συγκυρία ήταν ότι πήγα σε λάθος (σε σχέση με την αρχική μου πρόθεση) σεμινάριο του Γάλλου συγγραφέα και αφηγητή, Ανρί Γκουγκώ. Πίστευα ότι πήγαινα σε σεμινάριο του Γκουγκώ-συγγραφέα, σχετικά με το «λογοτεχνικό» παραμύθι και βρέθηκα στα βαθιά των λαϊκών παραμυθιών. Από τότε, άλλαξε η ζωή μου επί της ουσίας, δηλαδή άλλαξε η ματιά μου πάνω στη ζωή και στον κόσμο – όχι βέβαια σε μια μέρα. Ήταν το ξεκίνημα μιας πορείας που δεν θα τελειώσει ποτέ.

    Τι προσφέρει στην νέα τότε Λίλη ο Ανρί Γκουγκώ και ξεκλειδώνει μέσα της μια άλλη πλευρά του κόσμου της;

    Ο Γκουγκώ είναι ένας ταλαντούχος και ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, ένας «καλός» άνθρωπος με την πιο ευγενική έννοια του όρου, που ξέρει ν’ αφουγκράζεται τα παραμύθια. Είναι κάποιος που δεν διδάσκει σηκώνοντας το δάχτυλο σαν αυθεντία, αλλά σε σπρώχνει να ανακαλύψεις μόνος σου, μέσα από την αθωότητα και τη σοφία των λαϊκών παραμυθιών, την αθωότητα και κάποια ξεχασμένη σοφία που βρίσκονται μέσα σε όλους τους ανθρώπους και μας βοηθούν να καταλάβουμε τι θέλουν να πουν με τον συμβολικό τους λόγο τα παραμύθια και πώς μπορούμε να τα υποστηρίξουμε αφηγηματικά.

    Για να αφηγηθούμε ένα «μαγικό» παραμύθι (τα «μαγικά» είναι η βασική κατηγορία λαϊκών παραμυθιών) πρέπει να έχουμε τουλάχιστον ξεκινήσει ένα διάλογο με τον «μαγικό» μας κόσμο. Με κάτι ή κάποιον μέσα μας που μας πιάνει στα πράσα όταν δεν είμαστε αυθεντικοί, όταν έχουμε μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό μας από ό,τι μας αξίζει, όταν δεν μπορούμε να μπούμε στη θέση του άλλου.

    Ο Γκουγκώ με βοήθησε να βρω το κλειδί για τον «μαγικό» μου κόσμο, άνοιξα την πόρτα και βρήκα χίλιες κλειδωμένες πόρτες από πίσω. Έτσι έμαθα να είμαι σε διαρκή αναζήτηση – της αλήθειας των παραμυθιών και της δικής μου αλήθειας (με όποιο κόστος).

    Από την μεγάλη σου εμπειρία σε αυτήν την πραγματικά απαιτητική “τέχνη” της αφήγησης, μπορείς να μοιραστείς μαζί μας τα βασικά στοιχεία ενός καλού παραμυθά;

    Έχω γράψει και στο «Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος» τα χαρακτηριστικά του καλού παραμυθά.

    Πως είναι αληθινός, λέει την αλήθεια των παραμυθιών, είναι «χωρίς δέρμα», δηλαδή δεν είναι χοντρόπετσος, είναι ενήλικος την ώρα της αφήγησης, δηλαδή αναλαμβάνει την ευθύνη να υπερασπιστεί το παραμύθι και όχι την αφεντιά του, είναι σύγχρονος με το κοινό, δηλαδή δεν χρειάζεται παλιοκαιρίτικα ή νεραϊδένια σκηνικά και κοστούμια, είναι ανοιχτός στη ζωή, ανοίγει την πόρτα στα στοιχειά και στους αγγέλους, δηλαδή παίρνει το ρίσκο να γκρεμιστεί ή να πετάξει.

    Με άλλα λόγια, δεν παρασταίνει τίποτα, δεν έχει έπαρση (αδικαιολόγητη ή δικαιολογημένη είναι το ίδιο), δεν είναι ανταγωνιστικός, είναι ικανός για σχέση με αυτόν που ακούει, έχει ανοιχτωσιά στη ματιά και την αντοχή να κλείνει τ’ αφτιά στις όποιες σειρήνες. Το βασικότερο όλων, αγαπάει με πάθος τα λαϊκά παραμύθια.

    Τι θα έλεγες σε έναν εκπαιδευτικό ή έναν γονιό που διστάζει να αφηγηθεί λέγοντας ότι δεν μπορώ ή δεν ξέρει ή αγχώνεται για τις αφηγήσεις του στα παιδιά;

    Θα έλεγα πως όλοι μπορούμε να αφηγηθούμε, όχι όλες τις στιγμές, όχι όλα τα παραμύθια, αλλά όλοι. Ο καθένας με αυτό που είναι, όχι με αυτό που έμαθε να κάνει. Με δύναμη κι ελευθερία. Χωρίς καμιά έγνοια αν θα είμαστε «καλοί». Υπηρετώντας τον παραμυθιακό λόγο και όχι την ανασφαλή εικόνα μας ή το υπερεγώ μας.

    Κάποιες φορές όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται στο κέντρο του λόγου. Ας θυμόμαστε, ότι τουλάχιστον όταν υποστηρίζουμε αφηγηματικά τα λαϊκά παραμύθια, ΑΥΤΑ αξίζουν τον κόπο να ειπωθούν και όχι η δική μας φωνή να ακουστεί. Δεν είμαστε πριμαντόνες, υπηρέτες του παραμυθιακού λόγου είμαστε. Σε κάθε περίπτωση, όταν λέμε παραμύθια στα παιδιά μας, δεν φοβόμαστε μήπως δεν τα πούμε καλά και μας επικρίνουν. Ακριβώς με την ίδια έλλειψη φόβου, με την ίδια εμπιστοσύνη ότι μας αγαπούν – κι ας μην γνωρίζουμε κανέναν από τους ακροατές, θα αφηγηθούμε και μπροστά σε ένα «κοινό». Με την πεποίθηση ότι αφηγούμαστε σε συναινούντες φίλους, όχι σε ανταγωνιστές που θα μας κρίνουν.

    «Εσύ τι λες πολύτιμο πως είναι;». Βραβείο πριν λίγες εβδομάδες από την GreekIbby και αγάπη πολλών ανθρώπων για αυτό το βιβλίο. Ένα φιλοσοφικό παραμύθι που ιχνηλατεί τα πολύτιμα της ζωής μας… Ποια, πιστεύεις, είναι τα πιο πολύτιμα της ζωής των ανθρώπων; Ή ποια θα έπρεπε να είναι; Έχεις καταλήξει;

    Οι απαντήσεις για τα πολύτιμα της ζωής είναι προσωπικές. Εγώ έχω δώσει μερικές δικές μου στο «Εσύ τι λες πολύτιμο πως είναι;». Ν’ αναζητάς, να ξεπερνάς τον εαυτό σου, να τιμάς τη γνώση, να ταιριάζεις τις λέξεις, ν’ αφουγκράζεσαι τις ιστορίες, ν’ αγαπάς, και τελικά, να μπορείς να ονειρεύεσαι.

    Αναζήτηση του τι συμβαίνει μέσα σου, λοιπόν. Το πέταγμα του καθενός μας με τα δικά του φτερά. Αναζήτηση της δύναμης του ονείρου που είναι η πιο ισχυρή κινητήρια δύναμη για γνώση και δημιουργία. Το σπουδαιότερο όλων, η αγάπη – δηλαδή το μοίρασμα – κι ακόμα καλύτερα, το δόσιμο χωρίς αντιπαροχή και όχι μόνο στους εξ αίματος.

    Στα παιδιά μαθαίνουμε τα πραγματικά πολύτιμα της ζωής ή έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μέσα σε τόση τεχνολογία, υλισμό και «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες»;

    Το σίγουρο είναι πως «η πολλή συνάφεια του κόσμου», δηλαδή η επιφανειακή κοινωνικότητα, ο συγχρωτισμός με ανθρώπους που δεν τους εκτιμούμε βαθιά αλλά «πρέπει» να κάνουμε παρέα μαζί τους -για να μην μείνουμε μόνοι ή για άλλους λόγους- είναι ζημιά. Πρώτα για μας, αλλά πολύ περισσότερο για τα παιδιά μας που τους μαθαίνουμε από πολύ τρυφερή ηλικία να συμβιβάζονται, να βολεύονται με ανθρώπους και καταστάσεις που μπορούν να τα διαβρώσουν. Επίσης, η τεχνολογία, τόσο χρήσιμη σε άλλα, μπορεί να αλλοιώσει την έννοια της «ζωντανής σχέσης» – της φιλίας ή της συνύπαρξης.

    Προτείνω δύο ασφαλείς τρόπους να μάθουμε «αξίες» στα παιδιά μας – σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι.

    Ο πρώτος, με την ίδια τη ζωή μας. Αν το παιδί σε πιάσει να λες ψέματα, δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσεις να του διδάξεις πως πρέπει να λέμε την αλήθεια.
    Ο δεύτερος, με το να του λέμε λαϊκά παραμύθια ή έστω να του δίνουμε να διαβάζει παραμύθια, όπως εξάλλου συμβούλευε και ο ίδιος ο Αϊνστάιν σαν το καλύτερο εφόδιο για τη ζωή.

    Και οι δυο τρόποι δεν έχουν ίχνος διδακτισμού. Και ο γονιός και ο ήρωας ή η ηρωίδα των παραμυθιών σε οδηγούν να ακολουθήσεις αβίαστα το παράδειγμά τους, και ξαναλέω ότι στα μαγικά παραμύθια οι ήρωες ή ηρωίδες είναι αναζητητές ανοιχτωσιάς, αυτονομίας και γνώσης του εαυτού.

    Αυτήν την περίοδο του παρατεταμένου υποχρεωτικού εγκλεισμού, αναδείχθηκαν κάποια πολύτιμα της ζωής μας; Και αν ναι, γιατί χρειάζεται ένα σοκ για να αναδειχθούν τα απλά και όμορφα;

    Θα απαντήσω προσωπικά. Για μένα, αυτή η δύσκολη περίοδος εγκλεισμού, όπου προσπαθούσα να ισορροπήσω την αισιοδοξία και την αγωνία για ένα στενό φίλο που ήταν στην εντατική, όπου ακυρώθηκαν πολλά πράγματα που ήθελα να κάνω, όπου στερήθηκα αγαπημένα πρόσωπα, τελικά ήταν μια γόνιμη περίοδος, με γραψίματα, διαβάσματα, ακούσματα, και κυρίως με μια απόλαυση που είχα ξεχάσει από καιρό. Την απόλαυση του αληθινά ελεύθερου χρόνου που μοιάζει με χασομέρι αλλά στην ουσία είναι χρόνος καταλαγιάσματος και συγχρόνως επώασης καινούριων πραγμάτων. Για μένα, το μάθημα του σοκ από τον εγκλεισμό ήταν κάτι που σχεδόν είχα ξεχάσει: πως και η παύση είναι μουσική. Ελπίζω να μην το ξανα-ξεχάσω. Δυστυχώς, είναι στη φύση του ανθρώπου να ξεχνάει τι του κάνει καλό. Κάποιες φορές, τα χαστούκια της ζωής μας αφυπνίζουν και μας το θυμίζουν.

    Η εικονογράφηση είναι ο άλλος μισός δρόμος που διανύει ένα κείμενο όταν μιλάμε για το εικονογραφημένο ή το picture; Εν προκειμένω της Κέλλυ Ματαθία-Κόβο…

    Ναι, η εικονογράφηση είναι τουλάχιστον ο άλλος μισός δρόμος, ίσως και παραπάνω. Το σίγουρο είναι ότι η Κέλλυ Κόβο έκανε πάνω από τον μισό δρόμο.

    Η Λίλη χρωστάει σε κάποιον άνθρωπο εκτός του εαυτού της ό,τι είναι ή ό,τι κάνει σήμερα;

    Θα έλεγα ότι δεν χρωστάω τίποτα στον εαυτό μου εκτός ότι μου επέτρεψε να ακολουθήσω τη ροή της ζωής και να αποδεχτώ προκλήσεις συναρπαστικών συγκυριών. Όμως χρωστάω σε πολλούς ανθρώπους – οι περισσότεροι ήταν δάσκαλοί μου και κάποιοι, μαθητές μου, χωρίς η σχέση δασκάλου- μαθητή να είναι πάντα ορατή. Υπήρξαν άνθρωποι που με δίδαξαν με τον τρόπο ζωής τους – συνήθως, παραδείγματα προς μίμηση, κάποιες φορές προς αποφυγή. Πάντως, τους χρωστάω.

    Ήθελα να κλείσω απλά… «Το γέλιο του βατράχου ή Πώς τα παραμύθια μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή». Πώς;

    Με το ν’ ακολουθούμε τα χνάρια των ηρώων και των ηρωίδων των μαγικών παραμυθιών που προχωρούν ίσια εμπρός, με γενναιότητα και γενναιοδωρία χωρίς καμιά προσδοκία οφέλους. Προχωρούν με εμπιστοσύνη στη ζωή και κάποιες φορές, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έρχονται αντιμέτωποι με τον θάνατο, αλλά ο θάνατος υποχωρεί μπροστά στην αθωότητά τους και τους αφήνει να τον προσπεράσουν. Στο τέλος του παραμυθιού συχνά γίνονται βασιλιάδες ή βασίλισσες, δηλαδή δεν έχουν κανένα πάνω από το κεφάλι τους, κατακτούν την αυτονομία της ουσιαστικής ενηλικίωσης κι αποφασίζουν αυτοί για τη ζωή τους. Ας τολμήσουμε να κάνουμε το ίδιο – το μόνο κακό που μπορεί να μας συμβεί είναι να γίνουμε άνθρωποι ελεύθεροι.

    Το λοιπόν: Φτου ξελεφτερία και καλή αντάμωση στα μονοπάτια των παραμυθιών!

    Βιβλιογραφία

    Εσύ τι λες πολύτιμο πως είναι;, Πατάκη (2019)
    Η νύχτα του κορακιού, Πατάκη (2018)
    Αυτός που ξεπουλούσε όνειρα, Πατάκη (2017)
    Μικρό αλφαβητάρι αφήγησης, Πατάκη (2017)
    Το κοντολαίμικο κοτσύφι, Πατάκη (2015)
    Η γυναίκα με τα χέρια από φως, Πατάκη (2014)
    Τα παραμύθια της μουσικής, Πατάκη (2014)
    Δέκα και ένα παραμύθια σοφίας για καιρούς κρίσης και άλλων δεινών,  Πατάκη (2012)
    Αχ, σοκολάτα…, Πατάκη (2011)
    Η στρίγκλα, Πατάκη (2011)
    Ο Πολυροβιθάς, Πατάκη (2011)
    Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος, Πατάκη (2010)
    Το κρυμμένο νερό, Πατάκη (2010)
    Κβάζαρ ή εκεί που βρίσκονται τα χαμένα, Α. Α. Λιβάνη (2003)
    Εγώ κι εγώ, Σύγχρονη Εποχή (1990)
    Ερωτική ιστορία;, Σύγχρονη Εποχή (1990)
    Μαποιοπαπί, Σύγχρονη Εποχή (1990)
    Το μύδι που νόμιζε πως ήταν στρείδι, αλλά τελικά ήταν μύδι (ή μήπως όχι;), Σύγχρονη Εποχή (1990)
    Το ψαράκι που δεν μπορούσε να ονειρευτεί, Σύγχρονη Εποχή (1990)
    Χωραφάκι στο φεγγάρι, Σύγχρονη Εποχή (1990)

     

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular