1821. Ποίηση. Δημοτικό τραγούδι. Επανάσταση.
Ένας αλύγιστος λαμπαδηδρόμος της ελληνικής γλώσσας, ο εμβριθής μελετητής Κώστας Σταμάτης, μετατρέπει τα δέκα ερωτήματα μιας συνέντευξης σε ένα πρωτοφανέρωτο μάθημα ιστορίας, ποίησης, δημοτικού τραγουδιού, μια γνήσια υμνωδία στο αληθινό ’21 και τους γενάρχες του, στη μπαρούτη και στη γραφίδα.
Ο επί σχεδόν σαράντα έτη αποκλειστικός συνεργάτης των Εκδόσεων Πατάκη και του εκδότη Στέφανου Πατάκη, μιλά στο ELNIPLEX με αφορμή την μνημειώδη ανθολογία Η ποίηση της ελληνικής επανάστασης 1821 την οποία επιμελήθηκε και παρέδωσε στα Γράμματα πυρπολώντας τις καρδιές και τη γνώση.
Για το “διαρκέστερο έπος που συνέχει αδιάσπαστα την ελεύθερη νεοελληνική ζωή µέχρι σήµερα” με δραστική ουσία την αλήθεια της ποίησης.
Κρατηθείτε γερά από τις λέξεις ενός πνευματικού Εγκέλαδου που κραδαίνει ό,τι στέκει κάτω από τα πόδια και θραύει τα πάντα εντός σας.
#Συνέντευξη στο #ELNIPLEX.
Ευχαριστούμε θερμά τις Εκδόσεις Πατάκη και την Ελένη Σταματέλου για την εξαιρετική δουλειά στην αποδελτίωση αυτής της τεράστιας συνέντευξης.
Η απέραντη ηδονή της κατορθωμένης ελευθερίας
Πόσο καιρό δουλέψατε αυτό το πόνημα; Και ποια ήταν η κινητήριος αρχή που σας ώθησε να δημιουργήσετε μια τέτοια ανθολογία;
Δύο χρόνια γεμάτα, ούτε ώρα δεν περίσσεψε που να μην εργαστώ για τις πολυεπίπεδες ανάγκες αυτής της έκδοσης. Τι με ώθησε… Η απέραντη ηδονή της κατορθωμένης ελευθερίας, που με πολλούς τρόπους μας δωρίζει, δύο αιώνες τώρα, η Επανάσταση του Εικοσιένα ή, όπως αυτή λέγεται και συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων επαναστάσεων, η Ελληνική Επανάσταση. Επίσης (ή και πρωτίστως) η αποσταγμένη αλήθεια της, την οποία μόνο ο ποιητικός λόγος μπορεί να μεταφέρει δραστικά και άμεσα στον σημερινό αναγνώστη, προσπερνώντας τους γνωστούς ιστορικούς συγκερασμούς και τις κατασκευές σκοπιμότητας.
Ποιο είναι το ωραιότερο ποίημα, ή ο ωραιότερος στίχος με τον οποίο ανταμώσατε αυτόν τον καιρό που συλλέγατε και μελετούσατε; Και γιατί;
Όλα τα ποιήματα της ανθολογίας μεταφέρουν την «άγρια» ελευθεριακή ομορφιά του 21’. Ιδιαίτερα όμως οι στίχοι από τα «Σχεδιάσματα» των Ελεύθερων Πολιορκημένων και οι Ωδές του Κάλβου —παρότι διαφορετικοί ως ποιητική γλώσσα— με κατασυγκινούν κάθε φορά που διαβάζω αυτά τα ποιήματα.
Μου μεταδίδουν πάλι αυτήν την άγρια ομορφιά του ’21, αδρή και ουσιωμένη, ένθετη μέσα στην εικόνα της φύσης. Κι έχουν τόση ποιητική δύναμη, που σε κάνουν ν’ αφομοιώνεις αμέσως, ως αναγνώστης της, εκείνο που έγραψε ο Σολωμός: κι΄ο ουρανός καμάρωνε, κι΄η γη χεροκροτούσε, βλέποντας πόσο στένευε η ζωή στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και μεταβαλλόταν ώρα με την ώρα σε κόλαση. Την ίδια στιγμή που ο γελαστός ουρανός, το φως του, ζητούσε πιεστικά, προστακτικά τον ήδη διατυπωμένο διαζευκτικό μονόδρομο-όρκο: ελευθερία ή θάνατος.
Πολύ πάντως θαυμάζω και τους στίχους του Γιώργου Θέμελη στη συλλογή του Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες, ειδικότερα τον Επίλογό του. Εφτά ολιγομελείς στίχοι αρκούν στον ποιητή για να δώσει την πεμπτουσία του ’21 με επιγραμματική λακωνική δύναμη. Έρχονται νύχτες, / που βιάζονται / να γεννήσουν.// Έρχονται μέρες,/ που θέλουν ν΄αλλάξουν,/και να φορέσουν/ Αιώνες.
Και μέχρι σήμερα, το κατέχουμε, πως εκείνη η βιαστική νύχτα δεν επρόκειτο ποτέ πια να εναλλαγεί με νύχτα.
Η πιο αδιανόητη Επανάσταση του 19ου αιώνα
Πώς γίνηκε και μια δράκα τρελών κίνησαν για αυτήν την απρόσμενη επανάσταση; Είναι η ελευθερία που ωθεί κάποιον να υπερβεί τον εαυτό του; Γιατί είναι η πιο αδιανόητη επανάσταση του 19ου αιώνα αυτή; Γιατί πετυχαίνει εν τέλει κόντρα στα προγνωστικά ή για πολλούς ακόμα λόγους;
Το πάθος για την ελευθερία συνεπάγεται και την ιερή τρέλα, είναι ο απαράβατος όρος για να κηρυχθεί μια σπάνια επανάσταση όπως το Εικοσιένα, και οι λίγοι, η «δράκα των τρελών», όπως λέτε εσείς, να καταφέρει να κινήσει τους πολλούς. Τα βεβαιώνουν αυτά και οι στίχοι του Παλαμά: η λευτεριά είναι μάγισσα, η λευτεριά είναι Κίρκη… Χωρίς αυτές τις ουσίες, οι οδύσσειες δεν καταλήγουν στο νόστιμον ήμαρ που επρόκειτο να εγκαταστήσει και πάλι την ελευθερία στον τόπο της. Ωστόσο το ’21 δεν ήταν τόσο μια απρόσμενη επανάσταση, τέσσερις αιώνες, λίγα χρόνια αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ξέσπασαν στην Ελλάδα δεκάδες εξεγερσιακά κινήματα και επαναστάσεις, μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας, που διαδέχτηκαν η μία την άλλη. Το σοφό (σε διδάγματα ελευθερίας) βιβλίο του Κωνσταντίνου Σάθα Τουρκοκρατούμενη Ελλάς 1453-1821 είναι ο μακρύς κατάλογος και η περιγραφή όλων των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων που προηγήθηκαν αλλά και προετοίμασαν το ’21, εκείνη τη νύχτα που βιαζόταν να γεννήσει, κατά Γ. Θέμελη.
Το ’21 ήταν περισσότερο μια αδιανόητη (εγώ τουλάχιστον έτσι τη χαρακτηρίζω) επανάσταση, επειδή τότε κανείς σχεδόν από τους εξωεπαναστατικούς παράγοντες δεν πίστευε ότι αυτή μπορούσε να έχει την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας απέναντι στις ανεξάντλητες και συντριπτικές δυνάμεις που διέθετε η αχανής και κραταιά ακόμη οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, ισχυροί άνθρωποι στον δυτικό κόσμο (βασιλείς, αυτοκράτορες, υπουργοί Εξωτερικοι κ.ά), η ίδια η τουρκική εξουσία αλλά και πολλοί εξέχοντες Έλληνες στο εξωτερικό θεωρούσαν την ελληνική Επανάσταση αδύναμη, μια ανώριμη πράξη που έμελλε ν’ αποδειχτεί μία ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια, όπως οι προηγηθείσες.
Τα προγνωστικά όλων αυτών των προμαντευτών και οιωνοσκόπων απέτυχαν, επειδή δεν είχαν υπολογίσει ότι η δράκα των τρελών θα κατάφερνε να οδηγήσει τους πολλούς να πολιορκήσουν τα κάστρα και να φρουρήσουν τα ντερβένια. Κυρίως όμως δεν είχαν λογαριάσει ότι σ’ ετούτον τον τόπο από τα πανάρχαια χρόνια παραδίδεται ως μάθημα α-ω η λεγόμενη «μελέτη θανάτου», έτσι όπως τη διατύπωσε ο Σωκράτης στον πλατωνικό Φαίδωνα: φιλοσοφώντας σε όλη τη ζωή σου, να εξασκείς πάντοτε τον εαυτό σου να είναι έτοιμος να πεθάνει χωρίς δυσκολία, σύμφωνα με την πορεία που χάραξες σε όλη σου τη ζωή.
Το κλέφτικο σπαθί τα είχε ξεσκολίσει όλα αυτά 400 χρόνια ακονισμένο πάνω στα βουνά και στα θαλασσομάχα πέλαγα∙ έτσι είδαμε σ’ εκείνη τη μέρα που βιαζόταν να φορέσει αιώνες να γίνονται μεμιάς οι τσοπαναραίοι στρατηγοί και οι ψαράδες ναυμάχοι.
Η έφοδος στον ουρανό του Ανδρούτσου
και το σπασμένο σπαθί του Διάκου
Ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, ο Ανδρούτσος στη Γραβιά, ο Διάκος στην Αλαμάνα, οι Πολιορκημένοι δυο εβδομάδες πριν θα έκαναν παρέλαση βγαίνοντας από τα τείχη του Μεσολογγίου αλλά έμειναν εκεί. Πόσο και πώς μελέτησαν τον θάνατο εκείνοι που έβαλαν μπροστά αυτήν την τρέλα;
Έφοδος στον ουρανό και στα χάη μιας ολωσδιόλου απροσδιόριστης πραγματικότητας ήταν που ο Ανδρούτσος παρακίνησε καμιά εκατοστή αποφασισμένους, πιασμένους σε χορό θανάτου, να μπουν και να κλειστούν στο χάρτινο Χάνι της Γραβιάς και να καταπολεμήσουν φουσάτα Τούρκων∙ τη μελέτη θανάτου την ολοκλήρωσαν κάνοντας την έξοδό τους με το σπαθί στο χέρι, πολιορκημένοι ασφυκτικά από τους εχθρούς τους.
Ο Διάκος μόνο ελπίδα δεν είχε ότι θα μπορούσε να σταματήσει στην Αλαμάνα τον στρατό δύο Τούρκων πασάδων. Και πόσο βάρος ελευθερίας μπορούσε να σηκώσει ένα στενό γεφύρι και το σπασμένο σπαθί του, με το οποίο πολεμούσε μέχρι την τελευταία ώρα;
Τα πρόδηλα του χαμού του είχαν ήδη φανεί και τη σπουδή του θανάτου του την είχε μάλιστα ολοκληρώσει, πριν αρχίσει η μάχη∙ ο αναγνώστης θα τα συναντήσει όλ’ αυτά στο ποίημα Αθανάσης Διάκος του Αριστ. Βαλαωρίτη. Αλλά ο καλλίκομος μακρυμάλλης Διάκος, αυτός ο σαν άλλοτε αρχαίος Σπαρτιάτης, ο σαν τους άλλους κάποτε εκεί κοντά, είχε ντυθεί τον μαύρον αρραβώνα απ’ τα μικράτα του, όπως λέει και το σχετικό τραγούδι του Μ. Ελευθερίου. Όταν τον ρουφούσε σουβλισμένον η φωτιά, η μόνη έγνοια που είχε ήταν να μην πάρει άνεμος τη στάχτη του και μείνουν στείρα τα (γνωστά) λόγια του.
Ο πεισιθάνατος εραστής της ζωής και του χαμού, Παπαφλέσσας
Ας σταθούμε όμως και στον παράφορο να εκραγεί μια ώρα αρχύτερα η Επανάσταση Παπαφλέσσα. Ήταν πυρφόρος και στα λόγια του και στα έργα του. Κρατούσε αναμμένο δαυλό, θέρμαινε επαναστατικά τις καρδιές και έβαλε φωτιά εκεί που εμφιλοχωρούσαν ο φόβος, το προσωπικό συμφέρον και η διαρκής αναβλητικότητα. Βρίσκω να του ταιριάζουν απόλυτα οι στίχοι του Σολωμού: τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν… Λίγους μήνες πριν κηρυχθεί η επανάσταση, πήγε στη Βοστίτσα (το σημερινό Αίγιο) στη λεγόμενη συνέλευση των προκρίτων του Μοριά και εκβίασε αποφασιστικά την Επανάσταση, ενώπιος ενωπίω με τους κατατρομαγμένους άρχοντες, τουρκοκοτζαμπάσηδες και επισκόπους.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ζητούσε απ΄ τον Παπαφλέσσα λαγούς με πετραχήλια: να του αποδείξει (με γραπτό κατάλογο 11 σημείων, μάλιστα) ότι η θρυλούμενη επανάσταση ήταν εξασφαλισμένη από της Μεγάλες Δυνάμεις, ότι διέθετε πολλά και καλά εξοπλισμένα στρατεύματα, ότι θα συμμετείχαν όλες οι ελληνικές επαρχίες κ.ά. φληναφήματα.
Τους άφησε όλους εμβρόντητους και ρουφηγμένους στον φόβο τους λέγοντάς τους μόνο: «…εμείς θα σηκωθούμε, κι όποιον βρουν ξαρμάτωτο οι Τούρκοι ας κάνει ό,τι νομίζει…». Στα μετέπειτα εκδομένα Απομνημονεύματα του, ο επίσκοπος Πατρών έγραψε για κείνη τη σύναξη ότι ο Παπαφλέσσας ήταν «άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος […] φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίσει την ταραχήν του έθνους, διά να πλουτίση εκ των αρπαγών…». Ο «αγιασμένος» λόγω ιστορικού κατασκευάσματος πήγε αργότερα στην απελευθερωμένη Τριπολιτσά (κέντρο, τότε, της οθωμανικής διοίκησης) και βαρυφορτώθηκε πολύ γερό μερτικό απ’ τα πλούσια λάφυρα των Τούρκων.
Ο Πυρφόρος πήγε στην Κόρινθο κι έβαλε φωτιά στα γ-έρμα τα παλάτια (δημοτικό τραγούδι) του Κιαμήλ-μπέη, ο οποίος ήταν τότε ο ισχυρότερος και πλουσιότερος Τούρκος στον Μοριά και φημολογούνταν έντονα ότι έκρυβε εκεί τους αμύθητους θησαυρούς του∙ τα σημάδια της φωτιάς που έβαλε ο Παπαφλέσσας, ήταν ολοφάνερα, δηλωτικά και υποσχετικά ότι η μαύρη εξουσία του Τούρκου δεν επρόκειτο ποτέ πια να επιστρέψει στον απελευθερωμένο τόπο.
Στον απελπισμένο λόφο στο Μανιάκι, πεισιθάνατος αυτός εραστής της ζωής και του χαμού του —γιατί τέτοιος υπήρξε— είχε ήδη κλεισμένο το ραντεβού του θανάτου του, ντύθηκε γαμπρός τη χιονάτη φουστανέλα και την κόκκινη αρχαϊκού τύπου περικεφαλαία του και πήγε με τους λίγους του ν΄ αντιμετωπίσει τον αλάστορα δαίμονα της Επανάστασης, που λεγόταν Ιμπραϊμ-πασάς της Αιγύπτου. Πολέμησε «εν σπασμώ έρωτος και λύσσης», όπως γράφει ο Μιχαήλ Μητσάκης στο συγκλονιστικό πεζό του Το φίλημα, με το οποίο παρέδωσε στα γράμματά μας την πιο ολοκληρωμένη εικόνα του Παπαφλέσσα στις ύστατες ώρες του. Εννοείται ότι το πρωτείο το απένειμε ο ίδιος ο Ιμπραϊμ, μ΄ εκείνο τα παρατεταμένο φιλί που έδωσε στον νεκρό Παπαφλέσσα και με τις γνωστές λέξεις του θαυμασμού του. Είναι γνωστά όλ’ αυτά, γραμμένα και ξαναειπωμένα, απαραίτητα όμως να τα θυμόμαστε και να τα λέμε και σήμερα και αύριο, για να μην ατονεί και ου θνήσκει το κύτταρο της μνήμης.
Μεσολόγγι: το ισχυρότερο δημόσιο σήμα της νεοελληνικής ελευθερίας
Για το Μεσολόγγι το οποίο πολιορκήθηκε 2 φορές (στα 1822 και στα 1825-26) και δεν παραδόθηκε ποτέ, παρέλκει κάθε υμνολογία, την ουσία του, λυρική και επική, την εξάντλησε όλη ο Σολωμός, με βάθος ψυχής και τέχνη τρισμέγιστη, στις οικείες στροφές του Ύμνου και, κυρίως, στα τρία ανολοκλήρωτα Σχεδιάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων αλλά και σε άλλα έργα του. Πέραν των επίσημων ιστορικών κρίσεων και αποτιμήσεων (κάποιες από τις οποίες υπολήπτομαι), προτιμώ να καταφεύγω στον μαγικό φανό της λογοτεχνίας και σε όσα κατέγραψαν με τις άδολες πένες τους οι ίδιοι οι πολιορκημένοι αγωνιστές— αυτές είναι οι γνήσιες, αδιαμεσολάβητες πηγές της αλήθειας. Ο Ηπειρώτης (Χειμαριώτης) αγωνιστής Σπυρομίλιος, ο οποίος πολέμησε από σημαντικό πόστο στο Μεσολόγγι, είναι ολότελα ξεχασμένος σήμερα, όπως και πολλοί άλλοι, όμως στο μόλις 225 σελίδων μικρού σχήματος βιβλίο του Το χρονικό του Μεσολογγίου 1825-26 βρίσκουμε όλο το μέσα πλούτος των πολιορκημένων ψυχών.
Τα έξω πολλές φορές ερμηνεύουν και τα έσω, το Μεσολόγγι δεν είχε ποτέ τείχη ικανά να σταματήσουν τους μεγάλους και καλά εξοπλισμένους οθωμανικούς στρατούς∙ τοιχιά διέθετε και όχι τείχη, τα οποία συχνά τα «μπαλώνανε» με μαλλιά, στρώματα και σανίδια, ύστερα από τους ισχυρούς κανονιοβολισμούς των Τούρκων. Αρκετοί αγωνιστές συνήθιζαν ν΄ αποκαλούν το Μεσολόγγι «γελαδομάντρι», ενώ οι πολεμικότατοι πλην υπερφίαλοι αρχιστράτηγοι του σουλτάνου (Κιουταχής και Ιμπραϊμ) το λέγανε απλώς «μάντρα»: αυτήν που ποτέ δεν κατάφεραν να τους παραδοθεί, μολονότι οι ίδιοι αναγκάστηκαν αρκετές φορές να προτείνουν στους πολιορκημένους ευνοϊκές συνθήκες για να παραδοθούν, παίρνοντας κάθε φορά αρνητική απάντηση. Αλλά έχει μεγάλη αξία και η σημειολογία αυτών των απαντήσεων για την απαντοχή των μελλοθάνατων και για το πώς η φαντασία τους επεξέτεινε κάθε φορά τα όρια της ζωής και του επερχόμενου αφανισμού τους στην περίκλειστη «μάντρα». Ας δούμε μία από αυτές.
Ο αλαζόνας Κιουταχής (ο οποίος ξεκίνησε την εκστρατεία του έχοντας εξασφαλισμένους από τον σουλτάνο μισθούς 100.000 ανδρών) προέπεμψε τον απεσταλμένο του Ταϊρ-αγά να διακοινώσει στους πολιορκημένους ότι έπρεπε να παραδοθούν, γιατί, όπως τους έλεγε, «είχε ήδη το ένα πόδι του μέσα στο Μεσολόγγι». Εκείνοι του απάντησαν λιτά ότι θα έπρεπε «να φροντίσει να βάλει και το άλλο πόδι του». Ο Σουλιώτης Λάμπρο Βέικος συμπλήρωσε την απάντηση με το εξής «υστερόγραφο»: έκλεισε στον παλιό του φίλο Ταϊρ-αγά δώρο δέκα μποτίλιες ρούμι, για να τις πιουν οι σημαιοφόροι του και ν΄ αποκτήσουν περισσότερη τόλμη όταν θα έκαναν το μεγάλο γιουρούσι τους να εκπορθήσουν την επίζηλη «μάντρα».
Τι λετε; Με τέτοιους «εμπρηστικούς» παραλογισμούς, που κορυφώθηκαν με την πράξη της Εξόδου, μπορούσε η κρατούσα λογική να απαιτεί πλέον το δίκαιο, ότι ο τόπος αυτός έπρεπε να ζήσει ελεύθερος; Γιατί αυτό κατάφερε το πολιορκημένοι Μεσολόγγι: να ενώσει τους διχασμένους σε εμφυλίους Έλληνες, ν’ αφυπνίσει μαζικά τις ελευθεριακές συνειδήσεις και στον δυτικό κόσμο και να δημιουργήσει αληθινή έκρηξη φιλελληνισμού, οι πεποιθήσεις εδραιώθηκαν, ότι η Ελληνική Επανάσταση ήταν και σπουδαία μάχη ελευθερίας και είχε μπροστά της ουσιωδέστατο μέλλον να γίνει μία κατορθωμένη επανάσταση. Ήταν δίκαιη και η λύρα που έψαλε το έπος του Μεσολογγίου και δίκαιο το άλλο ανεξίτηλο όνομα του: Ιερά (της μνήμης) Πόλις.
Το δημοτικό τραγούδι
Τι σημαίνει το δημοτικό τραγούδι για τον πολιτισμό, για τη γλώσσα μας; Τι κουβαλάει στη ράχη του; Πώς γεννά μέσα από την απλότητά του την ποίηση του Εικοσιένα και εν τέλει όλη την νεοελληνική ποίηση;
Το δημοτικό τραγούδι από τότε που το έπλασε και το έμελψε ο ποιητής ελληνικός λαός, μόνο με τον ζωογόνο αέρα και με το νερό που αναβλύζει και κελαρύζει ελεύθερο και γάργαρο μπορεί να παραβληθεί, και με τον ζυμωμένο από τα χέρια άρτο, που ευωδιάζει καθώς βγαίνει από τον ξυλόφουρνο. Υπερβολές, θα πείτε ίσως, για έναν λαϊκό ποιητικό λόγο και ρυθμό, οι οποίοι έχουν κονιορτοποιηθεί σήμερα από τον βιομηχανοποιημένο υλικό πολιτισμό μας και που είτε ζουν ή δεν ζουν, ή καλύτερα, φυτοζωούν σε τηλεοπτικές εκπομπές και τυποποιημένα εορταστικά «δρώμενα». Ναι, ίσως… Αλλά στην ψυχή και του σημερινού ανθρώπου η ώσμωση με τα στοιχεία της ζωής που προανέφερα είναι ακατάλυτη, και σε αυτήν την μαγεία ανήκει συνδεδεμένο και το δημοτικό τραγούδι, ειδικότερα τα είδη του «παραλογές» και τα «ιστορικά και κλέφτικα τραγούδια». Ακούς αίφνης σήμερα το τραγούδι να μέλπει τ’ Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει, γιατ΄ έχουν γιους αρματολούς και γιους καπεταναίους. Αυτομάτως έρχονται τα ανακαλήματα μιας θυμοειδούς πλην απωθημένης μνήμης, οι εικόνες από το Χάνι της Γραβιάς και η Αλαμάνα∙ είναι σαν να πατάς το κουμπί του ηλεκτρικού και το φως έρχεται αμέσως. Να, πάρτε τους προοιμιακούς στίχους για τον Πόλεμο του ’21 (προτάσσεται στην ανθολογία), όπου τα πουλιά, όπως πάντα, προηγούνται στο επαναστατικό «μυστικό» και το λαλούν με ανθρώπινη φωνή: …να διώξουμε όλη την Τουρκία ή να χαθούμε ούλοι…
Αυτή δεν είναι η επίμονα ζητούμενη παρακαταθήκη «ελευθερία ή θάνατος» σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και μετέπειτα; Και βέβαια τον νιώθουμε βαθιά τον πλάτανο που φυλλομανάει διαμαρτυρόμενος, μην αντέχοντας άλλο να του κλέβει ο Τούρκος τη δροσιά.
Και μόνο που το δημοτικό τραγούδι βάζει τα πουλιά να μιλάνε ανθρώπινα και ν’ αποκαλύπτουν όσα τα χείλη δεν τολμούν να πουν, το αδικοθανατισμένο αίμα να καλεί κάτω από το χώμα τους ανθρώπους να μην ξεχνούν, το υπερβατό να δρουν τα δέντρα, τα νερά και οι θάλασσες ως έμψυχα δείχνει πόσο μεγάλη και αρτιωμένη τέχνη διαθέτει. Αφήστε που κλείνει μέσα του, στην εκφορά του λόγου του, όλα όσα δίδασκε κάποτε αντλημένα απ’ αυτό, καθαρά και διυλισμένα, το παλιό, συντακτικό. Οι μεγάλοι ποιητές το μελέτησαν σε βάθος το δημοτικό τραγούδι και αρύονταν απ’ αυτό∙ άλλοι απλώς το μιμήθηκαν ή το προσπέρασαν.
Με παρασύρει η αγάπη μου για τα δημώδη έργα του λόγου και αργώ να πω ότι το δημοτικό τραγούδι με την απλοέπειά του (και όχι με την επικίνδυνα ολισθηρή λέξη «απλοϊκότητα») έχτισε πολλούς αιώνες το πλέον αξιοβίωτο στη ζωή και στον πολιτισμό μας: να ουσιώνει διαρκώς μέσα στη φύση, στο όντως Είναι και Υπάρχειν του, τον άνθρωπο με όλες τις πανάρχαιες ιδιότητές του.
Ακόμη και σήμερα, το δημοτικό τραγούδι κοντοκαρτερεί τον αθυρματοποιημένο σημερινό άνθρωπο να το ανακαλύψει ξανά, να πάρει από τον λόγο και τον ρυθμό του άνωση αληθινής ζωής. Έτσι, ο καλύτερος τρόπος για ν΄ αντιληφθεί κανείς σήμερα το δημοτικό τραγούδι είναι πάντοτε οι ανοιχτοί, ελεύθεροι τόποι στην περιβάλλουσα φύση, η οποία υποβάλλει μυστικά και παρηγορητικά και την «κινδυνώδη» ουτοπία της ελευθερίας.
Η Μυθολογία του Εικοσιένα
«Το Εικοσιένα. Έχουμε ως την ώρα. την ιστορία του; Φοβάμαι πως όχι. Την μυθολογία του; Φοβάμαι πως ναι» (Κ. Παλαμάς). Τι είναι το ’21 σήμερα για τους σύγχρονους Έλληνες; Ή μάλλον τι θα έπρεπε να είναι γιατί για πολλούς είναι ίσως πράγματα που δεν πρέπει να είναι…
Δίνει κι εδώ το μέτρο της αλήθειας ο Παλαμάς. Βλέπετε, η από χρόνους πολλούς λεγόμενη «εθνική» ιστοριογραφία είχε κυρίως να υπηρετήσει την ιδέα ότι έπρεπε να συγκροτηθεί ενιαία εθνική εικόνα και, επίσης, να δώσει τις κατευθυντήριες γραμμές. Ο ρόλος, ας πούμε του Αλεξ. Μαυροκορδάτου στις διάφορες μοχλεύσεις και υπονομεύσεις της Επανάστασης δεν αποδίδεται ποτέ διαυγής∙ κατ’ επέκταση, και οι πράξεις του που αφορούν τη θεμελίωση του νεοελληνικού κράτους, αυτού του ίδιου ακριβώς που συνεχίζει ακάθεκτο να υπάρχει και σήμερα με τα ίδια παθογόνα αίτια.
Ολοφάνερα λοιπόν ο Παλαμάς μιλάει για την αληθινή Ιστορία του ’21. Ο ποιητής είχε ζήσει την εποχή εκείνη, κατά την οποία έπαιζαν ακόμη δραστικό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι τα απομνημονεύματα που μας κατέλιπαν οι αγωνιστές του ’21, αυτόπτες και πρωταγωνιστές πολλοί από αυτούς.
Σήμερα τα γραπτά τους έχουν ήδη απωθηθεί στη συλλογική μνήμη ως αναγνώσματα∙ σε αυτό συντέλεσε και η λογιοτατίστικη καθαρευουσιάνικη γλώσσα με την οποία είναι γραμμένα πολλά από αυτά τα σπουδαία τεκμήρια. Ελάχιστοι σήμερα θα πάρουν να διαβάσουν τον Κασομούλη, τον Φωτάκο ή ακόμη και τα διά χειρός Τερτσέτη απομνημονεύματα που άφησε ο Κολοκοτρώνης. Εξαίρεση αποτελεί ο Μακρυγιάννης∙ αυτόν τον διέσωσε από τη λήθη το ασίγαστο πάθος του να λέει πάντοτε «την αλήθεια γυμνή», ο πηγαίος λόγος του σε γλώσσα μαγική, ζωντανή δημοτική και αποδεδειγμένη αντρειά του «για το δίκιο μου πεθαίνω, και πάνω σ’ αυτό πιανόμαστε με τα’ άρματα».
Η μυθολογία του ’21 όμως είναι άλλη κατάσταση και διαθέτει διαφορετικές δραστικές ουσίες: απευθύνεται αδιαμεσολάβητη στην ψυχή και στον νου, για να μπορεί να τη διευρύνει κανείς με τη φαντασία και να την επεκτείνει στη θεσμισμένη λατρεία που πάντοτε έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, ώστε να τιμούν στα εσώτατά τους ηρωικές μορφές υψωμένες σχεδόν στο επίπεδο των ημίθεων, σαν άλλες εφέστιες θεότητες που προστατεύουν τη ζωή.
Αυτές οι ουσιώσεις είναι ζυμωμένες με τον πρώτο πηλό του ανθρώπου, είναι οι αρχέγονες ρίζες και η βίβλος γενέσεως του. Σε όλα τούτα συνεργεί αποτελεσματικά η ποίηση. Διαβάζεις, ας πούμε, το ποίημα του Χρ. Ζαλοκώστα Το Χάνι της Γραβιάς και μέσα σ’ ένα υποβλητικό περιβάλλον, από 2-3 στροφές του ποιήματος, όπου διαλέγεται ο πολιορκημένος Αντρούτσος με τον προπορευόμενο απειλητικό δερβίση, έχεις σχηματίσει πλουσιότατες εικόνες στη φαντασιακή μετακένωση εκείνης της μάχης.
Μου ζητάτε «επικίνδυνες» απαντήσεις ρωτώντας με τι νομίζω ότι είναι σήμερα το ’21 για τους σύγχρονους Έλληνες. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι, για τους περισσότερους τουλάχιστον, είναι όλα ή σχεδόν τίποτα.
Αφενός δηλαδή μία εξασθενημένη μνήμη που όλο και πιο πολύ αλαργεύει στον χρόνο∙ ταυτόχρονα όμως είναι και μία ολοκληρωμένη ψυχική πρόσληψη για την κατορθωμένη ελευθερία που πέτυχε η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση ή, αλλιώς, ότι το κάποτε όνειρο έγινε ανέκκλητη πραγματικότητα. Ή με τα λόγια του Μακρυγιάννη, «στο τσόφλιο του αυγού δεν γίνεται να μπούμε πάλι». Οι λίγοι, όσοι διαθέτουν και ασκούν φιλοσοφημένη σκέψη, έχουν συνείδηση ότι σε τούτα τα χώματα οι πάντοτε ελεύθεροι έχουν μοίρα να είναι πάντοτε πολιορκημένοι.
Η μπαρούτη με την ποίηση έγιναν τα δύο τηγμένα συστατικά που δούλευαν ομάδι τον πόλεμο
Τι ρόλο έπαιξε η ποίηση στη μπαρούτη και στο βόλι; Τους χτίζει τους αγώνες το μελάνι αλλά τους κερδίζει το τουφέκι; Ποιος είναι ο συσχετισμός;
Με τον φόβο κανείς δεν πάει στη μάχη, όση υπεροπλία και αν έχει, κάτι που οι επαναστάτες του ’21 δεν διέθεταν ποτέ— το αντίθετο μάλιστα. Το παιχνίδι του πολέμου χάνεται ή κερδίζεται πρωτίστως στο ψυχολογικό πεδίο∙ αυτό το ξέρουν όλοι, και ειδικότερα οι επαΐοντες της τακτικής και της στρατηγικής. Το γνώριζαν επίσης άριστα και οι επικεφαλής των επαναστατικών σωμάτων, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν πείρα πολέμου (έστω τοπικής κλίμακας), καθώς είχαν βγει στο κλαρί ως κλέφτες ή αρματολοί αρκετά χρόνια πριν το ’21.
Ας θυμηθούμε όμως ότι στην εκπόρθηση της Τριπολιτσάς, μαζί με τα ευάριθμα στρατεύματα των Μοραϊτών οπλαρχηγών, πολέμησαν και οι ξαναμμένοι χωριάτες που παράτησαν ξαφνικά τα χωράφια τους και συναριθμήθηκαν κι αυτοί με τους άλλους, εκστασιασμένοι ζηλωτές της ελευθερίας, εξοπλισμένοι μόνο με τα τσαπιά και τα λισγάρια τους. Ποιο φως μαγικό μπορούσε να παρακινεί εκείνες τις ψυχές στο πανηγύρι της χαράς και του θανάτου, ώστε να γίνουν κι αυτοί καστροπολεμίτες μπροστά σε τείχη αγέρωχα, εφοδιασμένα με τα κανόνια του ολέθρου;
Μα ποια άλλα από τα τραγούδια της λευτεριάς, το κλέφτικο τραγούδι, με το οποίο ήταν ποτισμένοι οι Μοραΐτες (εδώ εξαιρούνται οι δηλωμένοι και αμετανόητοι τουρκοκοτζαμπάσηδες).
Το δημοτικό τραγούδι κατέβαζε από τα βουνά το δροσοβόλο αεράκι της ευψυχίας στη σχεδόν άοπλη τόλμη τους∙ παιάνιζε ως προπομπός και οδηγός στη μάχη θυμίζοντας εκείνους τους παμπάλαιους ήχους (ίτε, παίδες…), τώρα σε νέο ρυθμό και γλώσσα, με νέα μέτρα και μελίσματα: της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες…, που όταν οι άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη, αυτοί παινάνε το σπαθί το τουρκοματωμένο, που το ‘χει καμάρι η λεβεντιά κι ο κλέφτης περηφάνια.
Αυτόματα, όπως σε μια ηφαιστειακή έκρηξη (και ακριβώς σαν ένα τέτοιο φυσικό ξεχύθηκε το ’21), δέθηκε σε μάγμα η μπαρούτη με την ποίηση∙ κι έγιναν από τότε τα δύο τηγμένα συστατικά ισόμοιρες τύχες να κατευθύνουν τις ψυχές, να διευθύνουν τις ψυχές και να δουλεύουν ομάδι τον πόλεμο.
Σε λίγο ανέλαβαν οι Νεοέλληνες ποιητές, όσοι είχαν συλλάβει μορφή και ουσία ελευθερίας, να συντηρήσουν μέχρι τις μέρες μας την ακοίμητη μνήμη και την κατακτημένη δόξα αυτής της Αδιανόητης Επανάστασης που έγινε πραγματικότητα. Αυτός είναι ο συσχετισμός —η συσσωμάτωση, αν θέλετε — που τολμώ να δώσω ως φιλοξενούμενος της ποίησης και δικός σας από το δεκτικό των απόψεων βήμα σας.
Το ’21 αποτελεί το διαρκέστερο έπος στην ελεύθερη νεοελληνική ζωή μας: τη χτεσινή, παρούσα και μελλοντική.
Μέρος δεύτερο. Από Σολωμό και Κάλβο, σε Τερτσέτη, Σούτσο και από εκεί σε Βαλαωρίτη, Πολυλά, Σουρή, Δροσίνη. Κι από Κρυστάλλη, Παλαμά, Πολέμη, Μαλακάση, Βαρναλη, σε Μυρτιώτισσα, Ρίτσο μέχρι την Δημητρούκα και τον Σερέφα. Αυτό το ταξίδι στην ελληνική γλώσσα μέσω του ‘21 τι χάρισε στον Κώστα Σταμάτη και τι θα χαρίσει στους αναγνώστες του;
Σε ό,τι με αφορά για το ποιητικό άρα και το γλωσσικό ταξίδι, δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο εκτός από εκείνα που είπα στην 1η ερώτηση σας για την απέραντη ηδονή της κατορθωμένης ελευθερίας μας. Ωστόσο, επειδή πάντοτε βαρύνουσα σημασία στη ζωή έχει το ταξίδι καθαυτό και όχι αν εκπληρώθηκαν τα σκοπούμενά του, θα συμπληρώσω με τον τρόπο του Καβάφη ότι το Εικοσιένα μ΄έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Τα ίδια φιλοδοξεί να χαρίσει και στον αναγνώστη της η έκδοσή μου. Προσδοκώ πως όσοι την πάρουν στα χέρια τους θα νιώσουν ότι επέλεξαν την πρόσλήψη του ’21 μέσα από το δοξαστικό του∙ και ας προσδιορίσουν οι ίδιοι, ως αναγνώστες με ιδιότητες και κρίση, αν πρόκειται για μέγα, μέτριο ή μικρότερο εγκωμιαστικό που μεταδίδει την έννοια της ελληνικής Επανάστασης. Ελπίζω μόνο να μην διαφύγει η οργανική ουσία, ότι το ’21 αποτελεί το διαρκέστερο έπος στην ελεύθερη νεοελληνική ζωή μας: τη χτεσινή, παρούσα και μελλοντική.
Χωρίς τη μοναδικότητα του, θ’ άργειε απελπιστικά εκείνη η μέρα και ίσως να είχαμε για πολύ ακόμη θαμμένοι ζωντανοί. Το ’21 τ ’ άλλαξε όλα, μέσα σε μια μέρα, οι κλέφτες έγιναν στρατηγοί, οι βαρκάρηδες ναύαρχοι και μπουρλοτιέρηδες και οι ξωμάχοι πολεμιστές ολκής. Έτσι θεμελιώσαμε πάλι την ύπαρξή μας μεταξύ των ζωντανών ελεύθερων λαών κι εκείνοι αναγκάστηκαν σιγά σιγά να μας προσμετρήσουν μαζί τους ως τη θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα του σολωμικού στίχου. Ναι, πατρίδα πλέον και όχι οθωμανικό βιλαέτι.
Κι αν όλα αυτά τα βλέπουμε σαν τη ριζιμιά πέτρα της πίστης μας στην ελευθερία και αν έχουν αξία σήμερα και ίσως αύριο, αυτή δεν είναι άλλη από την κατά Καβάφη ακοή μας: όχι μόνο να γνωρίζουμε τα γινόμενα, αλλά να μπορούμε να συλλαμβάνουμε και τη μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων— τουλάχιστον εκείνα που αφορούν την ελευθερία μας, αν το ΄21 μας έκανε πιο σοφούς.
Συμπληρωτικά, το ταξίδι για το οποίο συνομιλούμε εδώ, μπορεί να επιμηκυνθεί μα τα συνοδά της ποιητικής γραφής αναγνώσματα, κι αυτά δεν είναι άλλα από τα εργοβιογραφικά σημειώματα για τους δημιουργούς που συμμετέχουν στην έκδοσή μου. Αν κατέβαλλα έναν επιπλέον κόπο (ελπίζω να τον αντιληφθούν οι αναγνώστες), η επιδίωξη μου ήταν να τα συγκροτήσουν με τρόπο διαφορετικό από τον επικυρίαρχο internet-ικά, τον συχνά πολτοειδή και πάντως άνυδρο.
Επ’ ουδενί δεν ήθελα να έχουν χαρακτήρα και μορφή τηλεγραφήματος «εις μνήμην» ή «επί τη παρουσία του/της…» στην τέχνη του ’21. προσπάθησα ν΄ αποτελούν (όπου και αν το επέτυχα) ζωντανές εικόνες που θα συμπεριλαμβάνουν εναργές το ποιητικό σήμα του καθενός, με τον βίο δίπλα στο ευκρινές έργο του. Συχνά παρέκαμψα τη συνηθισμένη «λογιστική» τόσοι τίτλοι, αυτοί, σ΄ εκείνες τις χρονολογίες, που έχουν καταντήσει άρρητ’ αθέματα κουκιά (πολύ-) μαγειρεμένα.
Παίρνω το θάρρος να προτείνω για παράδειγμα μερικά απ’ αυτά, το εργοβιογραφικό, ας πούμε, του Σολωμού ή του Κάλβου, του Σεφέρη, του Ρίτσου ή του Ελύτη, του Καρυωτάκη ή του Κατσαρού καθώς κ.ά. πολλών.
Οι γενάρχες: κι’ ό,τι αναλάμβαναν τα όπλα το συμπλήρωνε η εύκλεια της γραφής, για να το διαδώσει δοξασμένο.
Γιατί αλήθεια είναι γενάρχες ο Σολωμός και ο Κάλβος; Τι μεγάλο έφεραν; Ποιο χάσμα σεισμού προκάλεσαν; Κι αν ο Σολωμός είναι ο ποιητής του Ύμνου εις την Ελευθερίαν και των ασύγκριτων Ελεύθερων Πολιορκημένων, ο Κάλβος τι είναι;
Προεπαναστατική ποίηση, εκείνην του ελληνικού διαφωτισμού, λυρική κ.ά. είχαμε βέβαια και πριν από τον Σολωμό και τον Κάλβο. Δεν ξεχνάμε ότι πρώτος ο Ρήγας προσπάθησε και με τους φλογερούς στίχους του να ξεσηκώσει τους σκλαβωμένους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ζακύνθιος Αντώνιος Μαρτελάος, Φιλικός και επαναστάτης που δεν πρόλαβε το ’21, προηγήθηκε του Σολωμού γράφοντας για των Ελλήνων τα παλαιά ανδρειωμένα κόκκαλα, λάβετε τώρα πνοήν […] αναστηθείτε, και το γένος να ιδείτε εις την πρώτην του τιμήν… (ποίημα «Ύμνος εις την περίφημον Γαλλία, τον αρχιστράτηγο Βοναπάρτην…»). Αρκετοί προσολωμικοί Επτανήσιοι (κυρίως Ζακύνθιοι), Φαναριώτες και προ πάντων οι Αθανάσιος Χριστόπουλος και Ιωάννης Βηλαράς παρέδωσαν στα γράμματά μας ποιητικής αξίας έργα.
Αλλά, αν κατάλαβα καλά τον εύστοχο υπαινιγμό σας, που μας συνδέει με τον σολωμικό στίχο το χάσμα π’ άνοιξ΄ ο σεισμός κι΄ευθύς εγιόμις΄άνθη, αυτός επισυνέβη αργότερα με την έκρηξη της Επανάστασης, τις δονήσεις και την ιστορική μοναδικότητά της: είχαμε πάλι πατρίδα, κατορθώναμε την ελευθερία μας με τη σπιθαμή, τόπο τον τόπο. Διευκρινίζω εδώ ότι δεν αναφέρομαι στην αοριστολογική έννοια «πατρίδα», αλλά σ’ εκείνη την ειδική που αποδίδει αξεπέραστα ο Τάσος Λειβαδίτης στο ομώνυμο ποίημά του, το οποίο έχω συμπεριλάβει στις εισαγωγικές σημειώσεις μου.
Όμως αφού κατά Μακρυγιάννη δεν γινόταν να μπούμε πάλι στο τσόφλι του αυγού, έπρεπε να έχουμε και τη νέα ποίησή μας, εκείνη που αφενός θεμελίωνε στις συνειδήσεις την ξαναγεννημένη πατρίδα και, αφετέρου, θα δημιουργούσε με τέχνη υψηλή τη νέα ποιητική της ελευθερίας∙ έτσι έσμιγε η μπαρούτη με την ποίηση όσο διαρκούσε ο Αγώνας, κι’ ό,τι αναλάμβαναν τα όπλα το συμπλήρωνε η εύκλεια της γραφής, για να το διαδώσει δοξασμένο.
Για να το πω αλλιώς, μ΄ έναν άλλο στίχο του Σολωμού, ήταν το γέλιο της χαράς που ξεπηδούσε τώρα: Γελάς κι εσύ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο. Αυτό το έργο ανέλαβαν να το παραδώσουν πρώτοι με τη τέχνη τους ο Σολωμός και ο Κάλβος, με δύναμη στις ιδέες τους και λαμπερή γοητεία στην έκφραση τους, θέτοντας εξαρχής και τις προϋποθέσεις για μακρά προοπτική τους στον χρόνο.
Γι΄ αυτό τους αποκαλώ γενάρχες της νέας εποχής που δημιούργησε ο σεισμός του ΄21.
Τα παραπάνω είναι κοινά χαρακτηριστικά και στους δύο ποιητές και η ουσία τους δεν αντιδιαστέλλεται από την εξ όψεως αντιθετική γλώσσα τους: τολμηρή και αξεπέραστη μέχρι σήμερα δημοτική ο ένας, μεγαλοπρεπής αρχαΐζουσα σε μείξη με λέξεις της δημοτικής ο άλλος. Μήπως όμως και οι αντιθετικές λέξεις δεν συνδέουν σε σύνολο, όμορφα και λειτουργικά, τον λόγο; Πάρτε για παράδειγμα τη συγκολλητική ουσία που διαθέτουν οι λεγόμενοι αντιθετικοί σύνδεσμοι της γραμματικής. Ο αξέχαστος ποιητής και φίλος μου Θωμάς Γκόρπας γράφει στο ποίημα του «Περί ποιητικής παραδόσεως»: Εγώ αγαπώ τον Κάλβο εσύ το Σολωμό / μας χωρίζει μια αλλαγή βλέμματος / ή άβυσσος; Όπου και αν κλίνει κανείς, μια αλλαγή στο βλέμμα προσφέρει πάντοτε απέραντη γοητεία, αρκεί τα μάτια να παιχνιδίζουν τη χαρά που όλα τα υπόσχεται.
Συμπληρώνω ότι και σήμερα, στους χρόνους της νεωτερικής ποίησης, οι δύο δημιουργοί παραμένουν οι μη δυνάμενες να παρακαμφθούν αφετηρίες και σταθμοί μας, κι αυτό το γνωρίζει και ο τελευταίος νεοεισελθών στην τέχνη∙ ηγεμονεύουν ακόμα την ποίηση μας ως ποιητάρχες.
Ο φιλέρημος, λιγόλογος, απόμακρος Κάλβος
Με ρωτάτε τι είναι ο Κάλβος. Δεν έχω σκοπό, βέβαια, να κάνω γραμματολογικές αποτιμήσεις∙ άλλωστε υπάρχει μεγάλη βιβλιογραφία για τον βίο και το έργο του. Θα σας πω μόνο τι διεγείρει εμένα σχετικά με τη μορφή και την τέχνη του. Είναι γνωστό ότι τη μορφή του Κάλβου δεν την γνωρίζουμε, ούτε μία απεικόνιση του δεν έχουμε μέχρι σήμερα. Μπορούμε όμως να τον αντιληφθούμε καθαρά από την ποίηση του, τις λίγες πληροφορίες που διαθέτουμε, ενώ με τον τρόπο που μας προτείνει ο θαυμαστής του Σεφέρης θα τον φανταστούμε και «θα συνδέσουμε το πρόσωπο του με παραστάσεις άστρων…». Γιατί με τ’ άστρα; Το δάκρυ τους εμπιστευόταν η φλογώδης φαντασία του Κάλβου ν΄ αντικρίσουν τη νύχτα δουλείας αιώνων, που σκέπασε τη Γη των θεών φροντίδα: …Τα φώτα σιγαλέα / κινώνται των αστέρων / λελυπημένα.
Αλλού η μορφή της ελευθερίας …ολόρθη / προσφέρει δύο στεφάνους/ έν΄ από γήινα φύλλα,/ κι άλλον απ΄ άστρα.
Φιλέρημος και λιγόλογος, απόμακρος για να εξασφαλίζει την ένδεια της γλυκείας γαλήνης του, έφευγε τους ανοήτους θνητούς. Η πάντοτε μαυροντυμένη μορφή του (τέτοια μας παραδίδεται) ζητούσε μόνο στο καθαρόν τ’ ουρανού τα σχήματα των ιδεών και της λύρας του κι έβαζε όλη τη φύση σε κίνηση και με φως και με θάνατον.
Τον τελευταίο τον απαιτούσε δεσποτικά, θα έλεγα, και στα προς εαυτόν και στα προς άλλους, να είναι ελεύθερος και απαραίτητα έντιμος, τον θεωρούσε την ύψιστη αρετή ως τ’ ακρότατα όρια της ζωής∙ γιατί ιδέες, αρετή και δίκαιο νόμο ελευθερίας υπηρετεί ακόμα η ποίηση του: Αν γένης σφάγιον άτιμον/ ενός τυράννου, νόμιζε/ φρικτόν τον τάφον. Η μορφή του παρουσιάζεται σε αρκετές στροφές του να μιλάει, άτεγκτος στην αφοβία του, μπροστά σε ανοιχτούς τάφους: Δεν με θαμβώνει πάθος/ κανένα∙ εγώ την λύραν/ κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι/ σιμά εις του μνήματός μου / τ’ ανοικτόν στόμα.
Ο Κάλβος υπήρξε καρμπονάρος με σημαντική δράση και θέση σε αυτό το επαναστατικό κίνημα που εξαπλώθηκε στην Ιταλία, όπου συνελήφθη, ανακρίθηκε και καταδικάστηκε σε απέλαση∙ αυτά είναι διαπιστωμένα από τα σχετικά έγγραφα της τοσκανικής αστυνομίας. Μετέπειτα στη Γαλλία ή εκεί αστυνομία, που τον παρακολουθούσε συστηματικά, του «απένειμε» μέσα από τις μυστικές αναφορές της τον πιο παράξενο και ωστόσο ουσιώδη χαρακτηρισμό για την ποίηση του: «…εξέδωσε τις Ωδές. Οι οποίες διέπονται από ένα πνεύμα δημοκρατικό, που προχωρεί μέχρι της σφοδράς εξάρσεως». Οι τυραννοκτόνοι στίχοι του ήταν και τότε και σήμερα εξολκέας συνειδήσεων: Καλήτερα, καλήτερα/ διασκορπισμένοι οι Έλληνες/ να τρέχωσι τον κόσμον,/ με εξαπλωμένην χείρα/ ψωμοζητούντες//παρά προστάτας νάχωμεν.// Και αν ο θεός και τ’ άρματα / μας λείψωσι, καλήτερα/ πάλιν να χρεμετήσωσι/ ΄ς τον Κυθερώνα Τούρκων/ άγριαι φοράδες.
Τα κρημνά του βίου του με κατασυγκινούν. Από τα νιάτα του ο Κάλβος διαισθανόταν ότι μοίρα του θα ήταν τελικά η ξενιτιά και το πιο πικρόν ποτήριόν της δεν θα το απέφευγε. Από την πρώτη ωδή της «Λύρας» του («Ο Φιλόπατρις») εξομολογείται ότι ανάμεσα στα ξένα έθνη που «τον είδαν» στον χρόνο, ωραία και μόνη η Ζάκυνθος τον κυρίευε, ήταν των ονείρων του η μόνη χαρά, μας λέει. Ήλπιζε όμως ότι η ευχή του θ’ ακύρωνε όσα η μοίρα είχε προσγράψει γι αυτόν στο τέλος: Ας μη μου δώσει η μοίρα μου/ εις ξένην γην τον τάφον∙/ είναι γλυκύς ο θάνατος / μόνον όταν κοιμώμεθα/ εις την πατρίδα.
Ύστερα από έναν αιώνα περίπου, με την ακοίμητη έγνοια του Σεφέρη, έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του από την Αγγλία, όπου έμεινε αξομολόγητος στα γεροντάματα, σαν ένα «ραγισμένο βάζο» στα χέρια μια γριάς Εγγλέζας δασκάλας, σύμφωνα με το ποίημα του Σεφέρη «Προμετωπίδα σε μια αντιγραφή των Ωδών».
Συλλογίζομαι ότι αυτά κι αν ήταν δεσμά, αυτό κι αν ήταν ήμαρ, καθώς ο ύπνος του θα γλύκανε παραδομένος πλέον στους ιόνιους ζέφυρους και στα σμάραγδα του νησιού του.
Τη λήθη, που σκέπασε πρόσκαιρα το πολυσήμαντο έργο του, την έσκισε σαν χάρτινο καταπέτασμα στα 1888 ο Παλαμάς, αποδίδοντας εκ νέου τον Κάλβο στην τέχνη και στη μνημοσύνη∙ εδώ η επιστροφή του ήταν θριαμβική και διηνεκής. Τέλος, για όσους επιμένουν να μην νογάνε τι είναι ο Κάλβος για την ποίηση της ελευθερίας και εν γένει στην τέχνη — και δυστυχώς υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι — , αρκούν οι εξής στίχοι από το παραπάνω ποίημα του Σεφέρη: … θα νά ‘ταν χίλιες φορές προτιμότερο, και η τέχνη πολύ πιο ευτυχισμένη , αν πήγαιναν στην Εκάλη να μαζεύουν κούμαρα, ή στη Γλυφάδα να ψαρεύουν ροφούς.
Η ποίηση βάζει την υπογραφή της με το αίμα της καρδιάς
«Η πιο δραστική ουσία της ποίησης είναι η αλήθεια», όσα δε βυθίζονται στη λήθη. Θα ζητήσω την ερμηνεία σας αυτής της σαγηνευτικής φράσης για τους αναγνώστες που δεν έχουν ακόμα διαβάσει αυτό το εμβριθές εισαγωγικό σας σημείωμα.
Έναντι των άλλων τεχνών του γραπτού λόγου, η ποίηση υπερέχει και προηγείται, για να κάνει τις αναγωγές στα ουσιώδη και να τα επαναφέρει διαρκώς στη μνήμη σαν ατέρμονας άξονας. Την ευλογεί σε αυτό η μοναδική χάρη της να είναι ο λόγος της ευσύνοπτος, συμπυκνωμένος σε ιδέες και νοήματα, διυλισμένος στη σκέψη και στη συνείδηση. Εννοείται ότι για το τελικό αισθητικό αποτέλεσμά της προηγείται και προϋποτίθεται πολύ γράψε-σκίσε, ξαναπιάσ’ το από την αρχή και η βασανιστική επιλογή για κάθε λέξη∙ κοινές λέξεις, που στον πεζό λόγο είναι συνηθισμένες έννοιες, στην ποίηση μπορεί να μεταφέρουν μεγάλα και «επικίνδυνα» φορτία∙ γι΄ αυτό άλλωστε η ποίηση κάποτε ρίχνει γροθιές στα στομάχια των συνειδήσεων. Μετέπειτα ακολουθεί το ιδρωμένο κυνήγι της πεποίθησης ότι το έργο έχει πληρότητα και ότι είναι ώριμο να δει το φως. Οι μεγάλοι ποιητές, τουλάχιστον, αυτό έκαναν και κάνουν μέχρι τώρα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, τους οποίους όσο κι αν προσπάθησε να ολοκληρώσει ο Σολωμός παρέμειναν ατελή σχεδιάσματα. Από την άλλη, χρειάζεται να διαβάσει κανείς χιλιάδες σελίδες ιστοριογραφίας και απομνημονευματογραφίας για να σχηματίσει εικόνες και αν και ίσως καταλάβει τι συνέβη στις δύο πολιορκίες του Μεσολογγίου, που παραμένει το ισχυρότερο δημόσιο σήμα της νεοελληνικής ελευθερίας μας.
Συχνά μάλιστα ο αναγνώστης μπορεί να χρειαστεί ν΄ αντιμετωπίσει αντικρουόμενες πληροφορίες, πλήθος αιτιάσεις και εμφανώς επιλεκτικές προτιμήσεις σε πρόσωπα και γεγονότα. Κι όμως τα ατελή σολωμικά σχεδιάσματα, και ωστόσο τέλεια στο μεγαλειώδες ποιείν τους, μας παραδίδουν και σήμερα ολοζώντανη και ολοδιάστατη την εικόνα της ελευθερίας που παλλόταν στις ψυχές των πολιορκημένων. Μικρή ή καθόλου σημασία έχει πόσους μισθούς στρατιωτών έπαιρνε ο τάδε οπλαρχηγός, ποιος έκλεβε στο κοινό σιτηρέσιο, ποιου η συνείδηση κατά καιρούς ταλαντευόταν να βρεθεί μέσα ή έξω από τη «μάντρα». Ανθρώπους κοιτάζουμε, ξαναδιαβάζουμε τον παλαιότατο των ημερών και αιώνιο Άνθρωπο, με όλες τις αρχετυπικές ιδιότητές του και τις ροπές του στο καλό ή στο κακό. Ο Σολωμός δεν ήταν μόνο τρισμέγιστος δημιουργός, ήταν και βαθύτατος καρδιογνώστης∙ κι είχε θεμελιωμένη συνείδηση πώς έπρεπε να υπηρετήσει όλ’ αυτά η τέχνη του, προβάλλοντας απαραιτήτως την αποσταγμένη αλήθεια της.
Η αλήθεια της ποίησης, αυτή που αποκαλώ «δραστική ουσία» της, πόρρω απέχει από το να προσφέρει υπηρεσίες στη γνωστή και απαραίτητη «ενιαία εικόνα», που διαχρονικά προβάλλει το λεγόμενο έθνος-κράτος και οι λογής σκοπιμότητές του. Η ποίηση δημιουργεί μόνο για τη συνείδησή της και για τον λόγο αυτόν είναι αναγκασμένη να βάζει την υπογραφή της με το αίμα της καρδιάς∙ αυτό είναι το κινούν αίτιο της ποιητικής δημιουργίας, και ξέρουμε πόσο βαρύ τίμημα πλήρωσαν στη ζωή τους και ο Σολωμός και ο Κάλβος, για παράδειγμα καθώς και πολλοί άλλοι.
Αλήθεια, ποιον αναδεικνύει η ποίησή μας στις προτιμήσεις της ως στρατηγό των στρατηγών στην Επανάσταση, χωρίς τα «ναι μεν, αλλά» και τα «ίσως»; Με συγχωρείτε, δεν κάνω συγκρίσεις, ούτε παραγνωρίζω αξίες και γεγονότα, αλλά το ερώτημα αυτό αιωρείται δύο αιώνες τώρα. Τον Καραϊσκάκη προκρίνει εμφανώς η ποίηση, τον καταδικασμένο ως προδότη και συνεργό των Τούρκων από το ψευτοδικαστήριο που έστησε ο ψευτοπρίγκιπας Μαυροκορδάτος, για να τον εξοντώσει ως ανυπότακτο αντίπαλό του.
Η εκδίκηση της Γυφτιάς δεν άργησε, γιατί ο Γύφτος ή Μούλος (αυτοαποκαλούμενος έτσι, και αυτοθεραπευόμενος, με γλώσσα που τσάκιζε κόκαλα) Καραϊσκάκης το είχε τάξει στον ραδιούργο Φαναριώτη: ότι όσα εκείνος του είχε γράψει στο χαρτί της «δίκης» του θα του τα χάραζε ο ίδιος στο κούτελο. Ο Γύφτος προελαύνει ακόμα και σήμερα στη φαντασία ως νέος Αννίβας (πώς μπορούσε να τον ξέρει άραγε;) στον χιονισμένο Παρνασσό, μέσα από καταράχια και άγρια γκρεμνά «να πάρει τις πλάτες» των οχυρωμένων στην Αράχοβα Τούρκων. Ο άλλος, αν υπάρχει ακόμα Άτη, φαντάζομαι θα λογαριάζει πόσες εμφύλιες διαμάχες έπρεπε να ‘χε στήσει επιπλέον και πόσες χρυσές λίρες από το Δάνειο της Αγγλίας ξέφυγαν από τη φατρία του.
Η αντιληπτικότητα της ποίησης δεν τα αντιπαρήλθε όλ’ αυτά, τον Καραϊσκάκη πίστεψε εξαρχής. Δεν ξέχασε ποτέ ότι ο Γύφτος κράτησε ζωντανή της Επανάσταση όταν εκείνη έπνεε τα λοίσθια, ότι συγκρότησε το μεγαλύτερο επαναστατικό στρατόπεδο για ν’ απελευθερώσει την αξέχαστη πατρίδα της καρδιάς όλων, την Αθήνα, και σκοτώθηκε με το σπαθί στο χέρι, προηγούμενος των στρατιωτών του, κατά το αρχαίο συνήθιο του. Αυτή είναι η αλήθεια της ποίησης για όσα δεν πρέπει να βυθίζονται στη λήθη. Και το τελευταίο που θα έλεγα είναι ότι όσους τους γαργαλάνε διαρκώς οι αμφιβολίες — ίσως και το σκουλήκι του μοδάτου αναθεωρητισμού— ας εμπιστευθούν την ποίηση, για να ρίξουν περισσότερο φως∙ το πατρογονικό το σπίτι δεν το γκρεμίζουν, το συντηρούν.
Μένω με αυτά και σας ευχαριστώ.
Κώστας Σταμάτης, Αθήνα Μάρτιος 2021