Γκέμμα, κεφ. ξ «Οι Είρωνες» σελ. 235-237, Εκδόσεις Δ. Λιαντίνη, Αθήνα 2006
(…) Στη Σπάρτη ο βασιλιάς πολεμούσε δίπλα στο στρατιώτη σαν ίσος. Και στην ώρα του φαγητού η μόνη διαφορά του από τον πολίτη ήταν ότι καθόταν στην κορυφή της τράπεζας και αντί για μια μερίδα ελάβαινε δύο.
Ο νεαρός σπαρτιάτης τη γυναίκα που παντρευόταν, την έκλεβε. Τη γιόμιζε σπέρμα και ηδονή μέσα στον αχυρώνα, και με το χάραμα έφευγε προτού τη χορτάσει. Να του αφήνει την αίσθηση ότι όλη τη νύχτα δεν την άγγιξε. Και αυτό για χρόνια λέει ο Πλούταρχος. Μα αυτό είναι το θεϊκό αίσθημα της ερωτικής στέρησης. Και γι’ αυτό η μητέρα του Έρωτα είναι η Πενία καθώς λέει στο Συμπόσιο ο Πλάτων.
Όχι. Η Σπάρτη δεν ήταν η ολιγαρχία και η συντήρηση. Η Σπάρτη δεν ήταν η τροχοπέδη και η μυωπία. Η Σπάρτη δεν ήταν η στρατοκρατία και η ανέχεια. Δεν υπήρξε ο αντικοινωνικός εταίρος, ο δόλιος σύμμαχος, ο κακόπιστος ομιλητής, ο συμπλεγματικός πολίτης, ο συμπότης, ο αφιλόκαλος, ο άξεστος επισκέπτης. Ο αγέλαστος, ο αγροίκος, ο αδιάκριτος, ο ανεόρταστος.
Το εναντίο θα ειπώ. Η Σπάρτη είναι η ωραία Ελένη στο δρόμο της για την Κρανάη και για την ποίηση. Η Σπάρτη είναι ο Σθενελαϊδας. Που με μία δημηγορία δέκα λεπτών γονάτισε την υπερφίαλη Αθήνα και κατέαξε τα σκέλη ολόκληρης της Ελλάδας. Όταν αργότερα οι σύμμαχοι των αθηναίων επρότειναν να κατασκαφτεί η Αθήνα, και να γίνει τόπος να βόσκουν πρόβατα, σηκώθηκε η Σπάρτη και με χειρονομία βασιλική απαγόρεψε στους Έλληνες να καταστρέψουν την πόλη που έσωσε την λευτεριά των Ελλήνων στα Μηδικά. Η Σπάρτη είναι οι οπλίτες που μείνανε στις Θερμοπύλες. Να βλέπουν μέσα στους αιώνες, λέει ο Καβάφης, πως εκείνοι που πάντα θα περνούν είναι οι δειλοί και οι προδότες. Η Σπάρτη είναι ο πρίγκιπας Ορέστης. Που τρέχει με το άρμα και τινάζει σπίθες πάνω στο λιθόστρωτο της ανθρώπινης μοίρας. Η Σπάρτη είναι ο δωριέας Ηρακλής, που προσπερνάει αμίλητος την Κακία και χαιρετίζει εύβουλος την Αρετή. Για να καταπαλεύει σε όλη του τη ζωή λιοντάρια και σκύλους, άρπυιες και ύδρες, και όλα τα τέρατα του μέσα μας ανθρώπου. Η Σπάρτη είναι ο Λυκούργος στον Αλφειό που εφύτευε την ελιά και τους Ολυμπιακούς αγώνες. Η Σπάρτη είναι τα θυρόφυλλα της χαλκίοικης Αθηνάς, που τιμωρούν τους επιλήσμονες. Η Σπάρτη είναι το δείγμα γραφής και ύφους τοιυ Θουκυδίδη. Του κατά την ανάγκη τραγικού μηνύτορα των ανθρωπίνων.
Η Σπάρτη είναι ο δωρικός κίονας του Παρθενώνα. Και οι μαρμάρινες κόρες του Ερέχθειου, οι Καρυάτιδες με τη στολή των κοριτσιών από τις Καρυές της Λακωνίας. Η Σπάρτη είναι ο Στοχασμός του φιλολάκωνα Πλάτωνα σαν οδηγία αρετής. Η Σπάρτη είναι ο Στοχασμός του φιλολάκωνα Σωκράτη σαν προαίρεση θανάτου. Η Σπάρτη είναι η βασίλισσα Κρατησίκλεια, θα ειπεί ο Καβάφης, όταν δεν ειρωνεύεται. Η υπέροχη γυναίκα που κρατά τι κλέος του ανθρώπου στα χέρια της, όπως στα δικά του χέρια κρατά το χαλάζι ο Βοριάς στο ρολόϊ του Καρρύστου
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός
να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός,
θα ξαναπεί ο Καβάφης όταν δεν ειρωνεύεται. Ένας εργολάβος χοιροτροφικής μονάδας στο Λούρο είναι ο επίγονος Λαγίδης. Πλούτισε και αγόρασε και μαϊμού. Μπορεί ποτέ ένας τέτοιος να συγκριθεί με την αρχοντιά της οικογένειας των Υψηλάντηδων; Τέτοιοι είναι οι Επίγονοι αγνάντια στους Σπαρτιάτες.
Αυτό το φρόνημα της Σπάρτης που οι ιστορικοί, οι φιλόσοφοι, και οι παιδαγωγοί το παρασιώπησαν αστόχαστα και συνωμοτικά σε ολόκληρη την ιστορική πορεία, το δίνουν απαραχάρακτο τρείς προτάσεις του Πλούταρχου στη βιογραφία του Λυκούργου.
Η πρόταση 13 λέει ότι ο Λυκούργος το σύνταγμά του από το πρώτο ως το τελευταίο άρθρο του, το ‘χτισε πάνω στη δύναμη της παιδείας. «Το γαρ όλον και παν έργον της νομοθεσίας είς την παιδείαν ανήψεν».
Η πρόταση 14 λέει ότι ο Λυκούργος ξεκίνησε από τη θέση ότι η παιδεία των νέων είναι το πιο τρανό και το πιο ωραίο έργο του νομοθέτη. « Της παιδείας, ην μέγιστον ηγείτο του νομοθέτου και κάλλιστον έργον είναι».
Η πρόταση 30 λέει ότι ο τρόπος που ζούσαν οι άνθρωποι στη Σπάρτη δεν ήταν η συμβατική ζωή ενός εύνομου συνόλου. Αλλά ολόκληρο το κράτος ζούσε όπως θα ζούσε ένας πολίτης που υψώθηκε στν περιωπή της ακραίας γνώσης και της ακραίας άθλησης. « Ού πόλεως η Σπάρτη πολιτείαν, αλλ’ ανδρός ασκητού και σοφού βίον έχουσαν».
Βέβαια. Μέσα στην βαρβαρότητα και την κτηνωδία που ζούμε και ανατρέφουμε τα παιδιά μας, βλαστούς απαλούς στη διάκριση και το γούστο μάχλων τράγων, ποιος θα τολμήσει να πιάσει στο στόμα του τέτοιους πολίτες;
Μη μιλατε λοιπόν για Λακεδαιμονίους!