Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1975 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στον Μόλυβο. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο Εργαστήριο του Χρόνη Μπότσογλου απ’ όπου αποφοίτησε το 2004. Έχει πραγματοποιήσει αρκετές ατομικές εκθέσεις σε γκαλερί και Γκαλερί και Αίθουσες Τέχνης (Αθήνα, Φάληρο Αλεξανδρούπολη, Λευκωσία) και έχει συμμετάσχει σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις (Αθήνα, Πάρος, Ιωάννινα, Μεσολόγγι κ.α.). Τον Νοέμβριο του 2014 επιμελήθηκε και συνδιοργάνωσε τη θεματική έκθεση «Στο Υπόγειο Νησί του: 18 Εικαστικοί για τον Διονύση Σαββόπουλο», που έλαβε χώρα στην γκαλερί Ζουμπουλάκη. Από το 2005 διδάσκει εικαστικά σε σχολεία Ειδικής Αγωγής.
Το 2016 κάνει το ντεμπούτο του στην εικονογράφηση παιδικών βιβλίων με το βιβλίο “Μελάκ, μόνος” της Αργυρώς Πιπίνη, που σαρώνει σε διακρίσεις αφού κερδίζει Κρατικό Βραβείο Εικονογραφημένου Παιδικού Βιβλίου 2017, αναγράφεται στη λίστα White Ravens της Διεθνούς Παιδικής Βιβλιοθήκης του Μονάχου και κερδίζει και το βραβείο Παιδικού Βιβλίου του Αναγνώστη. Με τα επόμενα βιβλία του, επιβεβαιώνει ότι έχουμε ήδη ανταμώσει με έναν εξαιρετικό εικονογράφο που θα ντύνει με υψηλής αισθητικής εικόνες βιβλία, εξώφυλλα δίσκων και άλλα κομμάτια τέχνης.
Ο εικονογράφος Αχιλλέας Ραζής στο #ELNIPLEX σε μια υπέροχη εξομολόγηση/ #συνέντευξη/ #interview.
Αχιλλέα καλησπέρα, σε ευχαριστώ για την τιμή της συνομιλίας. Πώς ήταν άραγε τα παιδικά χρόνια κάποιου που μερικά χρόνια αργότερα θα σπούδαζε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας; Πότε ρίζωσε το μεράκι της ζωγραφικής;
Εγώ ευχαριστώ, Απόστολε. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζωγράφιζα. Αυτό ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι. Κλεινόμουν οικειοθελώς στη δική μου «καραντίνα» και ζωγράφιζα, κάτω στο πάτωμα σε χαρτιά Α4. Οι γονείς μου συχνά ανησυχούσαν με τους ήχους που έκανα με το στόμα. Τους ήχους των ιστοριών που έφτιαχνα, παρίστανα. Το ζούσα! Μεγάλωσα κοντά στη ζωγραφική. Πήγαινα από πολύ μωρό στο εργαστήριο του πατέρα μου, του ζωγράφου Άγγελου Ραζή: τον χάζευα να ζωγραφίζει, χάζευα βιβλία ζωγραφικής. Έμαθα να ζω με αυτήν, κατάλαβα νωρίς ότι δεν είναι κάτι το εξεζητημένο, ότι είναι κι αυτό ένα επάγγελμα, ένα επάγγελμα ωραίο, ιδιαίτερο αλλά και πολύ δύσκολο. Επίσης κατάλαβα νωρίς ότι πρέπει να δουλεύεις καθημερινά και κυρίως να είσαι ταπεινός με αυτό που κάνεις. Μετά ήρθε η ΑΣΚΤ και μετά, το 2006 ήρθε η πρώτη ατομική μου έκθεση στη Γκαλερί Αγκάθι του Γιώργου Καρτάλου. Αυτός με πήρε, ένα πρωί, τηλέφωνο, ξαφνικά. Μετά, σιγά σιγά, όλα πήραν το δρόμο τους.
Πότε άρχισες να διαβάζεις ως ενήλικας εικονογραφημένα βιβλία; Υποθέτω αρκετά πριν εικονογραφήσεις εσύ…
Είμαι φίλος από είκοσι χρονών, με την πολύ καλή ζωγράφο – εικονογράφο Μάρια Μπαχά. Άρχισα σιγά σιγά να παρακολουθώ τις πρώτες της εικονογραφήσεις, να ξεφυλλίζω τα πρώτα της βιβλία. Εκείνη και ο, επίσης καλός φίλος μου, Στέφανος Ρόκος με ενθάρρυναν να ασχοληθώ κι εγώ με την εικονογράφηση. Και κυρίως με καθησύχασαν και μου είπαν ότι δεν χρειάζεται να θυσιάσω τη «ζωγραφικότητα» μου για να μπω στη δουλειά αυτή. Επίσης άρχισα να καταβροχθίζω πολλά εικονογραφημένα όταν γεννήθηκαν τα παιδιά μου. Βιβλία του Jeffers, του Davies. Τώρα αυτά βυθίζονται όλο και πιο συχνά στον κόσμο του Disney κι εγώ επιμένω ακόμα στους εικονογράφους. Κατά βάθος για μένα το έκανα, τελικά.
Συμμετείχες σε αρκετές εκθέσεις, έκανες ατομικές εκθέσεις, συνδιοργάνωσες θεματικές εκθέσεις. Αισθάνθηκες ποτέ να έχεις χάσει ή να μην έχεις βρει το δρόμο σου μέχρι το 2016 να μπεις στο εικονογραφημένο βιβλίο;
Έκανα άλλες τρεις ατομικές εκθέσεις με το Αγκάθι στο Tae Kwon Do του Φαλήρου, και μια στην Alpha Ck στη Λευκωσία. Άρχισε, έτσι, να γίνεται κάπως γνωστή η δουλειά μου κι εγώ πιο ευσυνείδητος. Δούλευα πια πιο πολύ κι άρχιζα έτσι να βρίσκω τα θέματα που με ενδιαφέρουν, να βρίσκω τον «κόσμο» μου. Μετά στην Κρίση, συνέχισα να ζωγραφίζω, αλλά δεν πουλούσα όπως στις πρώτες εκθέσεις, νόμιζα πως έφταιγα εγώ, αλλά ήταν γενικό το φαινόμενο. Στην εικονογράφηση, όμως, σίγουρα δεν μπήκα για λόγους οικονομικούς.
Στην Ελλάδα έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς ζεις απ’ αυτό αποκλειστικά, ήταν κάτι που μου πήγαινε νομίζω και με τραβούσε απ’ την αρχή, απλώς δεν έπαιρνα την απόφαση ν’ ασχοληθώ σοβαρά μαζί της. Ασχολήθηκα τελικά, όταν η συγγραφέας Αργυρώ Πιπίνη μου πρότεινε να κάνουμε μαζί το «Μελάκ, μόνος» τον Μάιο του 2016.
Εντόπισες ποτέ επιρροές, συνειδητές ή υποσυνείδητες, στο έργο σου; (κι αν ναι θα ήθελες να μοιραστείς κάποιες;)
Βέβαια! Όλο επιρροές είμαι. Στις παλιές προστίθενται και καινούργιες. Και μπαινοβγαίνουν στο έργο μου. Από ζωγράφους: ο Edward Hopper, ο David Hockney, o Βalthus, o Gustave Caillebotte, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Σπύρος Παπαλουκάς, ο Jockum Nordstrom. Από εικονογράφους οι πιο «ζωγραφικοί» όπως o Μanuel Marsol, η Beatrice Alemagna, o Manuele Fior, ο Jorge Gonzalez.
Πώς θα χαρακτήριζες αλήθεια το στυλ σου; Εντάσσεται κάπου;
Η δουλειά μου εντάσσεται, νομίζω, στην ευρεία οικογένεια της παραστατικής ζωγραφικής που επιμένει, όμως, συνεχώς να «εκπλήσσεται» από καινούργια πράγματα που ανακαλύπτει και δεν σταματάει, φυσικά, να δείχνει την αγάπη της για την παλαιότερη ζωγραφική! Όλα αυτά μισοφαίνονται μέσα στη δουλειά μου, δεν τα κρύβω βέβαια, αλλά περνάνε πάντα μέσα απ’ τα δικά μου βιώματα κι απ’ την ανάγκη μου να εκφραστώ και να φτιάξω μια εικόνα που να μεταδίδει κάτι στους άλλους.
Θέλω να κάνουμε 5 στάσεις σε ισάριθμα βιβλία σου. Το 2016 έρχεται, λοιπόν, ο εκπληκτικός Μελάκ που σαρώνει τα βραβεία και κερδίζει τις εντυπώσεις κριτικών και αναγνωστών με την συνολικά άψογη αισθητική του… Πώς έρχεται αυτή η συνεργασία και πώς θυμάσαι τη δημιουργία αυτού του βιβλίου με την Αργυρώ Πιπίνη;
Την θυμάμαι πάντα με ιδιαίτερη αγάπη τη στιγμή της δημιουργίας του «Μελάκ». Ήταν η πρώτη μου δουλειά για παιδικό βιβλίο. Tαιριάξαμε αμέσως με την Αργυρώ. Αγαπάει πολύ τη ζωγραφική και τους εικονογράφους, ξέρεις. Εδώ χρησιμοποίησε αφαιρετική γραφή. Αν χρησιμοποιούσε πιο «συναισθηματική» γραφή, σ’ ένα βιβλίο με τόσο ευαίσθητο θέμα, ίσως να ανατρέπονταν οι λεπτές ισορροπίες του και να μας έβγαινε υπερβολικά μελό, πράγμα που δεν επιθυμούσαμε φυσικά.
Στην επιτυχία του συνέβαλε και το γεγονός ότι με άφησε “χαλαρό” κι έτσι μπόρεσα να βρω απ την πλευρά μου εκείνες τις μορφές και τα χρώματα που θα συμπλήρωναν τον ιδιαίτερο ελλειπτικό τρόπο της Αργυρώς. Και βέβαια όλα αυτά συντονίστηκαν και ενθαρρύνθηκαν απ την εκδότρια Αλέξα Αποστολάκη του Καλειδοσκοπίου που ήταν συνεχώς από πάνω με αληθινή αγάπη.
Είμαι πρόσφυγας από την Κερύνεια, Στελλάκης, Νεκτάριος. Ένα σπουδαίο κείμενο, μια συγκλονιστική ιστορία και εσύ πάλι σε μια ισάξια δουλειά.
Έγινε αμέσως μετά το «Μελάκ, μόνος» αυτό το βιβλίο, πάλι στο Καλειδοσκόπιο. Δεν ήθελα να επαναλάβω την παλέτα της προηγούμενης δουλειάς. Με την Αλέξα και το Νεκτάριο δεν θέλαμε εικόνες σκοτεινές που να εστιάζουν στο «δράμα». Ήθελα να εντάξω πολύ «Μεσογειακό» κλίμα εδώ, επηρεασμένος ίσως κι απ’ τον Marsol (εικονογράφος και συγγραφέας από την Μαδρίτη, International Illustration Prize of the Bologna Children’s Book Fair, γεν.: 1984) που μόλις είχα ανακαλύψει. Έτσι κι αλλιώς η Κύπρος έχει πολύ αυτό το στοιχείο. Αλλά και το κείμενο του Νεκτάριου μ’ έναν παρόμοιο τρόπο, πλάγιο, μιλάει για την «τραγωδία» εκείνων των ημερών.
Έχεις γεννηθεί στη Μυτιλήνη. Εικονογράφησες δύο υπέροχα βιβλία για τους πρόσφυγες. Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το οξύ ζήτημα των προσφύγων; Ένα μη ελληνικό πρόβλημα…
Ναι, γεννήθηκα στη Μυτιλήνη το ‘75, χωρίς να έχω καταγωγή από εκεί και έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στο Μόλυβο. Οι γονείς μου είχαν αποφασίσει να μείνουν εκεί για λίγα χρόνια. Παιδί έπαιζα στα καλντερίμια του χωριού μαζί με τα ντόπια παιδάκια, αλλά και τα παιδιά λίγων ξένων τουριστών που ξέμεναν εκεί και το χειμώνα. Τα καφενεία ήταν αυθεντικά, θυμάμαι τον απόηχο τους, αφού μερικές φορές με έπαιρναν και μένα οι γονείς μου μαζί. Στρατός πολύς υπήρχε ακόμη στο νησί, μιας και τα γεγονότα της Κύπρου ήταν νωπά. Ο πατέρας μού μου λέει μάλιστα πως μια φορά είχα χαθεί μαζί με κάτι άλλα παιδιά και περπατούσα σ’ ένα πρώην ναρκοπέδιο. Έτσι τη θυμάμαι τη Λέσβο. Κι όταν, μετά από χρόνια, ξαναείδα αυτά τα τοπία, τις παραλίες, στη τηλεόραση πια, πλημμυρισμένα από ταλαίπωρους ανθρώπους με αυτά τα πορτοκαλί σωσίβια, αισθάνθηκα πόνο, αλλά και μια περίεργη οικειότητα για αυτούς τους ανθρώπους. Πρωτίστως οφειλόταν στο δράμα τους φυσικά, αλλά δευτερευόντως οφειλόταν στο οικείο, για μένα, σκηνικό που εκτυλίσσονταν μέρος αυτού του δράματος. Ασφαλώς και το πρόβλημα είναι μη- ελληνικό. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με ανθρωπισμό όπως ξέρουμε να κάνουμε πολύ καλά εμείς οι Ευρωπαίοι.
Δεν θέλει «δήθεν» ευαισθησίες και συνθήματα. Πέρα απ’ την αγάπη και την κατανόηση του προβλήματος, θέλει συγκεκριμένες ενέργειες για να εντάξουμε αυτούς τους ανθρώπους σ’ αυτό που λέμε «μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια». Να λάβουν την ευρωπαϊκή παιδεία κι όλες τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σεβόμενοι βέβαια κι αυτοί απ’ την πλευρά τους, τις βασικές αρχές που ορίζουν την ελευθερία και το σεβασμό όλων μας.
Έτσι θέλω να το σκέφτομαι, σαν την τελευταία εικόνα στο Μελάκ, που ο ήρωας βρίσκεται σε κάποια τάξη σχολείου στην καινούργια του πατρίδα, πιο ασφαλής και πιο ήσυχος.
Με το “Όταν παίζαμε για τη νίκη, Καραγκιόζη μου“ συνεχίζεις το δικό σου πολύ ιδιαίτερο μονοπάτι, επιβεβαιώνοντας ότι από σένα δε θα δούμε εκπτώσεις στην ποιότητα ποτέ. Θα ήθελα να μου μιλήσεις γι’ αυτό το πολύ δουλεμένο βιβλίο της Γιώτας Αλεξάνδρου… Πώς δούλεψες; Με ποιον τρόπο δουλεύει ο Αχιλλέας Ραζής τα βιβλία που του δίνονται;
Και αυτή τη συνεργασία μου τη χάρηκα πολύ! Η Γιώτα είναι πολύ ευγενικός άνθρωπος και πολύ παθιασμένη μ’ αυτό που κάνει. Με βοήθησε πολύ ώστε να συγκεντρώσω το υλικό που μου χρειαζόταν για να εικονογραφήσω αυτό το βιβλίο. Έχει δυο βασικά στοιχεία το «Όταν παίζαμε για τη νίκη, Καραγκιόζη μου» που με ελκύουν πολύ από μικρό παιδάκι: την καθημερινότητα στην Ελλάδα της Κατοχής, που στα σχολικά βιβλία θυμάμαι παρουσιαζόταν με τρόπο ελλειπή και στείρο (ευτυχώς μετά διάβασα Άλκη Ζέη και Γιώργο Ιωάννου) και τον Καραγκιόζη που ήταν για μένα ένα παιδικό πάθος.
Δεν αντιμετωπίζω την εικονογράφηση ενός βιβλίου ως δουλειά κι αυτό έχει τα κακά του και τα καλά του. Δουλεύω αργά, φτιάχνω storyboards, σκίζω πολλά που δεν μ’ αρέσουν ή μου φαίνονται υπερβολικά και «μπουκωμένα» και ψάχνω πολύ το υλικό μου.
Δεν προαποφασίζω τίποτα, δεν μπορώ να βασιστώ σε συνταγές, δεν θέλω π.χ. τα δέντρα μου να μοιάζουν με τα προηγούμενα δικά μου δέντρα ή με δέντρα άλλων εικονογράφων. Αυτό βέβαια είναι διπλά κουραστικό γιατί είναι σαν να ξεκινάς κάθε φορά απ το μηδέν.
Με τα 100 τραγούδια για τον Bob Dylan πώς βρέθηκες;
Με το Βύρωνα Κριτζά, εκτός από καλοί φίλοι και «ομοϊδεάτες» στα μουσικά, είμαστε σταθεροί, πλέον, συνεργάτες. Εκτός απ τον Ντύλαν, που αγαπάμε και οι δυο πολύ, έχουμε κάνει μαζί, πάλι στις εκδόσεις Πατάκη, και το «Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη- 45 τραγούδια που καθρεφτίζουν την Ελλάδα απ’ το 1990 εώς το 2017», ένα πολύ απολαυστικό βιβλίο με υποκειμενική άποψη ευτυχώς, και ως προς τη γραφή και ως προς την εικονογράφηση. Είμαι, επίσης, σταθερός αρθρογράφος και στο Sounds Greek To Me, ένα αλλιώτικο μουσικό site που έφτιαξε ο Βύρωνας (Κριτζάς) με μια διάθεση μιας νέας πιο ψύχραιμης αποτίμησης του ελληνικού τραγουδιού. Παράλληλα ετοιμάζουμε μαζί κι ένα εικονογραφημένο βιβλίο για παιδιά με μουσικό θέμα. θέλουμε να κυκλοφορήσει στο τέλος της χρονιάς.
Τι μουσική ακούς αλήθεια; Μήπως και όταν ζωγραφίζεις ακούς μουσική; Κρύβεται μουσική μέσα στα χρώματα και τα σχέδια; Ήχοι;
Ακούω συνεχώς και διαφορετική μουσική, από μικρός. Είναι βασικό κομμάτι της ζωής μου κι αυτό. Έχω κι εδώ τις εμμονές μου, περνάω φάσεις, αλλά κάθε φορά που ακούω κάτι για πρώτη φορά εκπλήσσομαι, όπως τότε που πρωτάκουσα Beatles (πρέπει να ήταν στη βρεφική ηλικία!).
Όταν θέλω να συγκεντρωθώ σε κάτι που ζωγραφίζω, κάτι που θέλει προσοχή ή απαιτεί σκέψη για να το κάνω, τότε δεν ακούω τίποτα, όταν αντιθέτως κάνω απλώς γεμίσματα μιας επιφάνειας τότε ναι, η μουσική είναι παρούσα και μου κρατάει συντροφιά. Συχνά μου προσφέρει και μια επιπλέον ορμή ή γαλήνη, ανάλογα με το τι χρειάζομαι κάθε φορά.
Καλοκαίρι στο κουτί. Δεύτερο βιβλίο με την Αργυρώ Πιπίνη. Υπάρχει ο φόβος ποτέ να επαναλαμβάνεις τον εαυτό σου; Τι κάνει ένας καλλιτέχνης για αυτό; Τι προσπαθείς εσύ; Σε φοβίζει κάτι τέτοιο;
Αμφιβάλλω διαρκώς γι’ αυτά που κάνω, με απωθεί ο τύπος του υπερ -σίγουρου καλλιτέχνη, ειδικά όταν πρόκειται για τον απαιτητικό και ευαίσθητο τομέα του παιδικού βιβλίου. Ούτε φυσικά ξέρω απ’ την αρχή εάν αυτό που κάνω θα συγκινήσει τελικά ένα παιδί. Όταν ξεπεράσω όμως το στάδιο της αμφιβολίας και το περάσω μέσα απ’ το δικό μου πολύ αυστηρό «φίλτρο» μετά το υπερασπίζομαι μέχρι τέλους. Το «Καλοκαίρι στο κουτί» είναι ένα βιβλίο γλυκό και τρυφερό σαν τα παιδικά καλοκαίρια όλων μας, τόσο απλά. Και είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα απ το «Μελακ». Θέλαμε η Αργυρώ κι εγώ να πάμε στην εντελώς φωτεινή όχθη, αυτή τη φορά.
Αχιλλέα, #Μένουμεσπίτι. Τι μπορεί να κάνει ένα παιδί με χαρτί και χρώματα στο σπίτι; Θα ήθελες να μας δώσεις κάποια ιδέα πέρα από το προφανές;
Καταρχήν να ζωγραφίσει ό,τι του αρέσει. Να μετατρέψει αυτή την περίοδο «εγκλεισμού», από περίοδο αδράνειας σε γιορτή δημιουργικότητας, αν γίνεται. Το ξέρω είναι εξαιρετικά δύσκολο για όλους μας, δεν μπορεί να είναι κάθε μέρα γιορτή, αλλά πρέπει το σύνθημα αυτό να το δώσουμε, και κάπως με υπερβάλλοντα ζήλο, πρώτοι εμείς οι γονείς, αφού ξεπεράσουμε τη δική μας αδράνεια και τη γκρίνια που γεννάει αυτή η επιβεβλημένη συνθήκη.
Σημείωση: Έρχεται στο ELNIPLEX άρθρο με ζωγραφιές του Αχιλλέα Ραζή.