Στην άκρη της πόλης ζούσε κάποτε η Φανή. Ποιος στ’ αλήθεια μπορεί την ιστορία της Φανής να πει; Αν κάποιο αντάλλαγμα προσφέρεις, ο Βόρακας μπορεί να στην αφηγηθεί. Κι ένα παιδί της γκρίζας πολιτείας αποφασίζει μια μέρα να ρωτήσει και να μάθει για εκείνο τον παλιό θρύλο της Φανής. Κι αφού προσφέρει το “δωρδάνι” του, το δώρο που δίνεις για να… πάρεις, όλη η ιστορία απλώνεται μπροστά του από τους πρωταγωνιστές της, το Βόρακα και τον Κόρακα.
Παλιά ετούτη η γκρίζα πόλη ήτανε χαρούμενο περβόλι. Δέντρα, χρώματα, πουλιά, φωνές, ομορφιές, αυτά κι όσα έχουν όλα τα όμορφα. Μα… πλεονεξία και απληστία ήρθαν και στρογγυλοκάθισαν στο μυαλό του Βόρακα. Όλα τα ήθελε δικά του, όλα να του ανήκουν. Η θάλασσα ήταν η ιδέα, η λύση. Με αυτήν θα έκανε την περιουσία του. Έκοψε λοιπόν δέντρα ξερά, έφτιαξε βάρκα με κουπιά. Κόσμος πολύς ήθελε βάρκες, πούλησε πολλές, πήρε χρυσάφια κι αγόρασε χίλια χωράφια. Μα ήθελε κι άλλα. Αποφάσισε λοιπόν να φτιάξει καράβια μεγάλα, για ταξίδια μακρινά.
Άρχισε βελανιδιές να πελεκάει. Και τότε εμφανίστηκε η Φανή. Προσπαθούσε να τον συνετίσει, να τον αποτρέψει. “Είμαι του δίκιου η φωνή”, του συστήθηκε. Ο Βόρακας ανένδοτος κι αδιάφορος στις εκκλήσεις της. Μάλιστα ήταν τόση η δουλειά που πήρε και βοηθό, τον Κόρακα. Έφτιαξαν σπίτια, μαγαζιά, γραφεία, μα πεντάρα για την πολιτεία. Η Φανή επέμεινε. “Γιατί δε σέβεσαι την πολιτεία; Εσύ θα χάσεις αν σβήσει”, του έλεγε. Ο Βόρακας ακάθεκτος.
Ώσπου τέλειωσαν τα ξύλα. Βόρακος Εργοστάσιον Πολυεστέρων, ανθεκτικό και νέο υλικό. Αυτή ήταν η καινούρια λύση. Κι οι δουλειές άνοιγαν περισσότερο. Μα το ίδιο επίμονη και ανένδοτη γινόταν και η Φανή. “Δουλειά μου είναι να μη σ’ αφήσω την πόλη αυτή να τη χαλάσεις. Θα μείνω εδώ μέχρι ν’ αλλάξεις”, του ξανάπε.
Μάταιο. Ο Βόρακας “έλεγε ψέματα πολλά, πνιγμένος ήτανε στα μυστικά, κάνενα νόμο δεν τηρούσε κι όσους μπορούσε αδικούσε! Ήτανε άπληστος και πλεονέκτης, τσιγκούνης, φιλοχρήματος και ψεύτης. Δε συμπαθούσε καθόλου τα παιδιά, φίλους δεν είχε, ούτε ανθρωπιά. Ο νους του ήταν μόνο στα λεφτά”.
Μα η Φανή δεν το έβαζε κάτω. Όσο κι αν την κυνηγούσε ο Βόρακας με τη μαγκούρα, εκείνη φτερούγιζε, του ξέφευγε και το μυαλό του πιπίλαγε. “Τους άλλους αν δε σέβεσαι, βλάπτεις τον εαυτό σου”. Για δες όμως… Επιμονή που την είχε η Φανή, επιμονή που την είχε κι ο Βόρακας, πασπαλισμένη μάλιστα με κακοτροπιά. Την έδιωξε. Κι εκείνη πριν φύγει, στόλισε το ασπρόδεντρο με μία λέξη μαγική. Μια λέξη που δε μπορούσες να διαβάσεις εύκολα.
Η Φανή έφυγε. Τότε ήταν που η πόλη ντύθηκε στα γκρι, που μαράζωσε, που έχασε τα πάντα. Ποια ήταν η λέξη η μαγική; Τι απέγινε η Φανή; Κι η πόλη αν έμεινε γκρίζα κι ο Βόρακας άπληστος και ασεβής; Αυτά βρίσκονται στις τελευταίες σελίδες της ιστορίας και θα σας τα πει όλα ο Βόρακας, ο άπληστος πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Ας ξεκινήσουμε από κάπου. 8+ λέει στο οπισθόφυλλο το βιβλίο. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου είναι σε ρίμα καθώς και ότι η φύση της ιστορίας είναι τέτοια που προσελκύει τα παιδιά, θεωρώ ότι μπορεί να διαβαστεί, ακόμα και ως έχει, με τους κατάλληλους αφηγηματικούς χρωματισμούς, και σε μικρότερα παιδιά. (6-6,5+ λοιπόν).
Η ιστορία της Γεωργίας Γαλανοπούλου είναι καλοειπωμένη. Οι ρίμες είναι παραπάνω από καλοδουλεμένες και ψαγμένες και αυτό είναι μια συνήθης πληγή σε πολλά βιβλία (οι αδούλευτες, εύκολες ρίμες που δείχνουν τη μικρή μάχη που δόθηκε με τις λέξεις). Η συγγραφέας φαίνεται ότι το έψαξε πολύ αυτό. Η ιστορία, αν και όχι ιδιαιτέρως βραχείας φόρμας, ρέει όμορφα, ξεκούραστα και παρότι παίζεται ένα γαϊτανάκι με τους δύο “επίμονους” της ιστορίας, τον Βόρακα και τη Φανή, τα αφηγηματικά τρυκ που χρησιμοποιεί η συγγραφέας καταφέρνουν να την τρέχουν ωραία στο βλέμμα κι ευτυχώς να αποφύγουν μια κουραστική “κοιλιά”. Είπα τρυκ; Αφηγητές της ιστορίας της Φανής οι δύο “δράστες”. Αυτό είναι εύρημα πραγματικά. Η εναλλαγή τους στην αφήγηση γίνεται πολύ φυσικά, με “πάσες” ζηλευτές. Εύρημα επίσης η παρουσία του παιδιού-καταλύτη που αναζητεί την ιστορία, ψάχνει το νήμα της, μας αποκαλύπτει τη Φανή. Εύρημα κι εκείνη η μαγική λέξη που διάβασα: δωρδάνι. Δώρο που δίνεις, λέει, για να πάρεις κάτι. Σα να διαβάζεις τη λέξη δωροδοκία στη γλώσσα των παραμυθιών.
Στο κέντρο του προβληματισμού ασφαλώς η απληστία και η πλεονεξία, εκείνο το “θέλω κι άλλα, θέλω περισσότερα” που αρρωσταίνει γιατί ποτέ δε θα σε αφήσει να ησυχάσεις να γευτείς έστω κι ένα από όσα έχεις. Στα παιδιά είναι λεπτή γραμμή αυτή. Οφείλεις να τα μάθεις να διεκδικούν το ακατόρθωτο, να τα μάθεις να πιστεύουν στις δυνάμεις τους. Και την ίδια ώρα να μην νοθευτεί τούτη η δύναμη της ψυχής με τον υλισμο, τον πλούτο και την ψευτοεπίδειξη. Λεπτή ισορροπία, το είπαμε. Δίπλα σε αυτές τις δυο λέξεις, απόκεντρο, το περιβάλλον, το ξεζούμισμά του. Και δίπλα τους ο σεβασμός. Με αυτές τις έννοιες θα παίξεις διαβάζοντας την ιστορία.
Ρίμα, ωραίες λέξεις, όχι εύπεπτες, ρέουσα αφήγηση, πολλές εικόνες μέσα στο λόγο της συγγραφέως. Εικόνες είπα… Βαγγέλης Παυλίδης. Ας μου επιτραπεί. Αυτή η εικονογραφική επιμέλεια του Βαγγέλη Παυλίδη θεωρώ πως είναι ένα ποίημα από μόνη της. Αυτό το παιχνίδι με την χρωματική κατάσταση “μαύρο” και τις αποχρώσεις του, οι σκιές, τα βάθη, οι φωτισμοί του αλλά και οι μορφές και τα αντικείμενα που ζωγράφισε στην ιστορία, είναι μια εκπληκτική δουλειά. Μου άρεσε πολύ ότι μένει διαφορετική αίσθηση στον αναγνώστη σε αρκετές σελίδες. Δεν διαπνέονται όλες οι εικόνες δηλαδή από την ίδια λογική και προσέγγιση.
Η ιστορία δραματοποιείται πολύ εύκολα. Βοηθά πολύ το κείμενο σε αυτό. Αν απλώσετε τους αφηγητές και τους πρωταγωνιστές σε περισσότερα των 3-4 πρόσωπα, γίνεται μέχρι και θεατρική παράσταση.
Ωραία έκδοση. Εκδόσεις Πατάκη.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: |
Ο Βόρακας, ο Κόρακας και η Σονάτα της Φανής
|
Συγγραφέας: | Γεωργία Γαλανοπούλου |
Εικονογράφηση: | Βαγγέλης Παυλίδης |
Εκδόσεις: | Πατάκη, Μάιος 2015 |
ISBN: | 978-960-16-5089-0 |