Γράφει Κατερίνα Ανδρικοπούλου
«Τι είναι όμως οι καλικάτζαροι; Ωχ έρχονται… κρυφτείτε να ακούσουμε…»
Κάθε φορά που σκέφτομαι καλικάντζαρους, αμέσως έρχεται στο μυαλό μου ένα τραγούδι. Τραγουδάνε οι Κατσιμιχαίοι στην «Αγέλαστη Πολιτεία».
«Βγαίνουν τη νύχτα και γυρνούν και κάνουν χίλιες τρέλες, στους δρόμους και στα μαγαζιά μπερδεύουν τις ταμπέλες. Γλιστράνε μες στα σπιτικά από τις καμινάδες, και μαγαρίζουν τα γλυκά που φτιάχνουν οι κυράδες. Μπαίνουν μες στα φουρνάρικα σαν ύπουλοι ψωμάδες και χώνουν τις χερούκλες τους μέσα στους λουκουμάδες. Μαγεύουνε τα ζωντανά και οι γάτες κελαηδούνε, οι κότες νιαουρίζουνε και οι γάιδαροι λαλούνε».
Το Δωδεκαήμερο διαρκεί από τις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα των Χριστουγέννων, μέχρι τις 5 Ιανουαρίου, παραμονή των Φώτων.
Λέγανε οι γιαγιάδες τα παλιά χρόνια στα εγγονάκια τους για να κάθονται ήσυχα ότι κάθε νύχτα του Δωδεκαήμερου στους δρόμους του χωριού και στα χαλάσματα κυκλοφορούσαν οι Καλικάντζαροι. Μα τι ήταν αυτοί οι καλικάντζαροι;
Όπως λοιπόν έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες, ήταν αερικά, ξωτικά. Τους φαντάζονταν σαν κάτι μαυριδερά, ψηλά και κοκαλιάρικα κακάσχημα όντα, κάτι μεταξύ ζώου και ανθρώπου και που συνέχεια, όλη την ώρα, χοροπηδούσαν γκρινιάζοντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας. Όλο το χρόνο βρίσκονταν κάτω από τη γη, στον κάτω κόσμο και ζήλευαν τον απάνω κόσμο. Γι’ αυτό λοιπόν, άλλοι με πριόνια, άλλοι με τσεκούρια κι άλλοι με μπαλτάδες, έβαζαν όλη τη δύναμή τους να κόψουν τους στύλους, που πάνω σε αυτούς στηριζόταν η γη και να την κάνουνε να βουλιάξει.
Όταν έφτανε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, από φόβο μη βουλιάξει η γη και τους πλακώσει, έφευγαν κι ανέβαιναν στον απάνω κόσμο, στη γη, για να τυραννήσουν τους ανθρώπους που θα έβρισκαν μπροστά τους.
Έτσι λοιπόν, οι καλικάντζαροι το Δωδεκαήμερο γύριζαν στους δρόμους, ανέβαιναν στα κεραμίδια και καμιά φορά, όπως λέγανε, έμπαιναν από την καμινάδα του τζακιού σε σπίτια που δεν τα είχαν θυμιατίσει οι νοικοκυραίοι τους.
Γι’ αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις ημέρες φροντίζανε να φράζουν τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίγανε λιβάνι σε θυμιατό κοντά στο τζάκι, γιατί οι καλικάντζαροι δεν άντεχαν αυτή τη μυρωδιά.
Ένας μύθος λέει, πως μια γυναίκα, αφού ετοίμασε τα γλυκά της, βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε. Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί όπως λένε: “του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να ‘ναι μέρα”. Έτρεξε λοιπόν αυτή η γυναίκα και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο.
Τα παιδιά σηκώθηκαν πρόθυμα, πήρε το καθένα από ένα ταψί και ξεκίνησαν για το φούρνο. Όμως η αυγή αργούσε να έρθει και ξαφνικά μέσα από τα κοντινά στενά ακούστηκαν αγριοφωνάρες και δυνατά γέλια.
Σε ελάχιστο χρόνο ο δρόμος γέμισε με καλικαντζαράκια. Άρπαξαν τα παιδιά, τους πετάξανε ο,τι κρατούσανε και άρχισαν έναν τρελό χορό χτυπώντας τα ταψιά και φώναζαν:
“-Ω!… στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε βρε μπαγάσικα …” Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένα τα καλικαντζαράκια αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού κι αρχίσανε να φεύγουν τρέχοντας με στριγκλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους που ήταν κατακόκκινες σαν τις γλώσσες της φωτιάς και κουνούσαν τις ουρές τους εδώ κι εκεί…
Όταν ξημέρωσε και βγήκαν οι άνθρωποι να πάνε στις δουλειές τους, βρήκαν στο δρόμο τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουνε δυνάμεις για να σηκωθούν.
Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε με αγιασμό και όταν συνήλθαν, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει τα καλικαντζαράκια. Αυτά λέγανε οι παλιοί για τους καλικάντζαρους κι όλοι φοβόντουσαν να βγουν έξω από τα σπίτια τους πριν ξημερώσει, όλο το Δωδεκαήμερο (κείμενα από το βιβλίο της δασκάλας Αγγελικής Μαστρομιχαλάκη “Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Θεοφάνεια’”).
Tα παγανά, τα γνωστά σε όλους μας καλικαντζαράκια, οι παραδόσεις και οι θρύλοι τα θέλουν να παίζουν σπουδαίο ρόλο και να επηρεάζουν σημαντικά τις συνήθειες και τα έθιμα αυτών των ημερών. Από τα Χριστούγεννα και μέχρι τα Θεοφάνια οι πιστοί στην Ήπειρο έβαζαν άλλοτε στο τζάκι δώδεκα αδράχτια για να τα βλέπουν οι καλικάντζαροι να μη κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. Στα Γρεβενά ανάβουν ένα μεγάλο κούτσουρο, στη γωνιά από την παραμονή των Χριστουγέννων και η φωτιά καίει συνέχεια μέχρι τα Φώτα για να προστατεύει την οικογένεια από τους καλικάντζαρους. Ενώ, οι πιστοί στις παραδόσεις από την Κρήτη από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Φώτα, που φεύγουν οι καλικάντζαροι, δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην βγάλουν καλόγηρους. Στην Κρήτη, λένε ότι εκεί κάτω στα έγκατα της γης τα καλικαντζαράκια κρατούν ένα τεράστιο πριόνι κι αγωνίζονται να κόψουν τον τεράστιο ξύλινο στύλο που κρατά στη θέση της τη γη. Θέλουν να τον κόψουν, για να δουν τη γη να γκρεμίζεται και τους ανθρώπους να υποφέρουν.
(Και οι Κατσιμιχαίοι τραγουδάνε «κόβε πριονάκι μου και η ώρα πλησιάζει Χριστούγεννα ζυγώνουνε το αίμα μας και βράζει…»)
Ο στύλος όμως είναι πολύ χοντρός και γι’ αυτό χρειάζεται μεγάλη και πολύχρονη προσπάθεια για να τον κόψουν. Σίγουρα κάποια μέρα θα τα καταφέρουν, αν δεν είχαν τη συνήθεια να ανεβαίνουν πάνω στη γη κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων, για να πειράξουν τους ανθρώπους. Η παραμονή τους στη γη διαρκεί δώδεκα μέρες. Αφήνουν λοιπόν μισοκομμένο το στύλο που στηρίζει τη γη και θα συνεχίσουν αυτή την προσπάθεια, όταν ξαναγυρίσουν στα τάρταρα. Την παραμονή των Χριστουγέννων ξεκινούν τα καλικαντζαράκια για το μεγάλο ταξίδι τους πάνω στη γη. Είναι χιλιάδες και ξετρυπώνουν στην επιφάνειά της από τις μυριάδες τρύπες που βρίσκονται πάνω στο στερεό φλοιό της. Βγαίνουν μέσα από τα φαράγγια και τα πηγάδια, από τις σπηλιές και τις καταβόθρες, τις καταπαχτές και τα πιο μικρά από τις μυρμηγκιές και διάφορες άλλες μικροσκοπικές τρύπες της γης! Φοβούνται πολύ το φως και γι’ αυτό τη μέρα κρύβονται. Βγαίνουν όμως από τους κρυψώνες τους τη νύχτα και πειράζουν τους ανθρώπους. Μικρά και ευκίνητα, καθώς είναι, μπαίνουν στα σπίτια απ’ όπου βρουν. Από τις καμινάδες, τις κλειδαρότρυπες, τις χαραμάδες των πορτών και των παραθυριών, τους ανηφοράδες των σπιτιών.
Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα, στους λύχνους που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν για το φωτισμό στα χωριά. Λερώνουν τα φαγητά με τα ακάθαρτα νύχια τους και αφήνουν τις ακαθαρσίες τους όπου βρουν. Τίποτε βέβαια δεν κλέβουν, αλλά αναστατώνουν τόσο πολύ το σπίτι που το κάνουν αγνώριστο. Η ονομασία τους προέρχεται από το επίθετο “καλός” και από το “κάνθαρος”. Πολλοί φαντάζονται τους καλικάντζαρους τριχωτούς με μορφή τράγου που σύχναζαν στα τρίστρατα.
Τους εξευμένιζαν καίγοντας αλάτι ή κρεμώντας πίσω από την πόρτα κατωσάγονο ή πανωσάγονο χοίρου.
Οι καλικάντζαροι εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών.
Στο παραμύθι «της αγέλαστης πολιτείας» οι καλικάντζαροι αποφασίζουν να βάλουν τους ανθρώπους να κάνουν τις βλακείες φέτος γιατί βαρέθηκαν κάθε χρόνο τα ίδια. Βράζουν λοιπόν, το μαγικό βοτάνι . «Ρουμ παπαρούμ παπαρούνα..το στρίβουμε και κάνουμε ματζούνα… 18 μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά…» και γίνεται της κακομοίρας.
«Τη ξέρω αυτή τη πόλη εκεί γεννήθηκα και θυμάμαι ακόμα κάποια Χριστούγεννα που ήρθαν οι καλικάτζαροι και έφεραν τα πάνω κάτω…»
Προσέχετε μπορεί να έρθουν και φέτος. Ίσως να μας κάνει καλό, σ’ αυτήν την αγέλαστη πολιτεία…